Υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2010, σύμφωνα με όσα προβλέπει το καταστατικό της.
Το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής αρχή για την ανασύνταξη της ελληνικής οικονομίας
Η ελληνική οικονομία διανύει σήμερα την πιο δύσκολη φάση των τελευταίων δεκαετιών, αποτέλεσμα χρόνιας διστακτικότητας στην αντιμετώπιση προβλημάτων, όταν αυτά ήταν ακόμη διαχειρίσιμα. Με την έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το αδιέξοδο έγινε ορατό σε όλους και η θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές κλυδωνίστηκε.
Ανάχωμα στις καταστροφικές εξελίξεις, που τον Απρίλιο του 2010 έμοιαζαν αναπόφευκτες, ήταν η ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με βάση το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής που συμφωνήθηκε. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες επωφελήθηκαν από τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το Πρόγραμμα εξασφαλίζει κατ’ αρχάς μια τριετή περίοδο χρηματοδότησης της Ελλάδος από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ, σε συνθήκες όπου το κόστος προσφυγής στις αγορές έχει καταστεί απαγορευτικό. Παράλληλα, προδιαγράφει τις γενικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια, κατά κύριο λόγο στο δημοσιονομικό τομέα, αλλά και στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη λειτουργία των αγορών. Το Πρόγραμμα συνιστά ένα μεσοπρόθεσμο, συνεπές και με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα σχέδιο προσαρμογής της οικονομίας και συμπυκνώνει μέσα σε τριετή ορίζοντα αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες και το κόστος των αλλαγών θα ήταν μικρότερο.
Για να αξιολογηθεί σωστά το κόστος του Προγράμματος θα πρέπει να συγκριθεί με το κόστος της μηεφαρμογής του. Σημαντικά τα μεσοπρόθεσμα οφέλη του Προγράμματος
Το κόστος των αλλαγών εμφανίζεται υψηλό και διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας. Το κόστος εντοπίζεται κυρίως στις αποδοχές και τις συντάξεις, ιδίως στο δημόσιο τομέα, στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων και στην ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας που επηρεάζει τα εισοδήματα και την απασχόληση σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2010 το ΑΕΠ μειώθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2009 κατά 3% και ολόκληρο το χρόνο η μείωση αναμένεται ότι θα κυμανθεί περί το 4%. Η ανεργία προβλέπεται ότι θα υπερβεί το 12% και οι μέσες πραγματικές αποδοχές, επηρεαζόμενες και από τον υψηλό πληθωρισμό, θα μειωθούν κατά 8% στο σύνολο της οικονομίας και 17% στο Δημόσιο.
Η ύφεση ήταν βεβαίως αναμενόμενη εφέτος, ενώ προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και το 2011, με μικρότερη όμως ένταση. Για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα, η οικονομία θα πρέπει να προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας, έως ότου αρχίσει να ανακάμπτει μέσω της ενεργότερης συμβολής του ιδιωτικού τομέα.
Τα παραπάνω περιγράφουν το άμεσο, ήδη ορατό, κόστος της προσαρμογής. Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι για να αξιολογηθεί σωστά το κόστος αυτό, θα πρέπει να συγκριθεί με το κόστος της μη εφαρμογής του προγράμματος. Η μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με τη μη εφαρμογή του προγράμματος έγκειται στα ακόλουθα:
1ον. Αποτράπηκαν ανεξέλεγκτες εξελίξεις και υπάρχουν πλέον περιθώρια για την άσκηση πολιτικών που μπορούν να περιορίσουν τη διάρκεια και το εύρος της ύφεσης. Το πρόγραμμα είναι δεσμευτικό στους δημοσιονομικούς στόχους, στον τομέα όμως της ανάπτυξης οι δυνατότητες παρεμβάσεων είναι πολλαπλές και πρέπει να αξιοποιηθούν τάχιστα.
2ον. Αν το πρόγραμμα τηρηθεί με συνέπεια, η τελική κατάληξη είναι ορατή:
• Η Ελλάδα θα παραμείνει ενεργό και όχι περιθωριοποιημένο μέλος της ζώνης του ευρώ, συμμετέχοντας με αξιώσεις στις διεργασίες που θα ορίσουν το μέλλον της ΕΕ και της χώρας μας.
• Η ελληνική οικονομία θα έχει απαλλαγεί οριστικά από εμπόδια του παρελθόντος και θα λειτουργεί ορθολογικότερα.
• Θα έχουν περιοριστεί προνόμια και εξαιρέσεις, τα οποία όχι μόνο συνιστούσαν προσκόμματα στην ανάπτυξη, αλλά και δημιουργούσαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες.
• Θα έχει ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης και θα είναι εφικτοί ταχύτεροι ρυθμοί ανόδου του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης, που θα είναι μάλιστα διατηρήσιμοι.
Ριζική ανασυγκρότηση του κράτους και συνέχεια, προϋποθέσεις για την επιτυχία του Προγράμματος
Η πρώτη εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιτυχίας του Προγράμματος είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που καλούνται να το εφαρμόσουν, δηλαδή της δημόσιας διοίκησης.Στην κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη δρομολογηθεί σημαντικές αλλαγές, που πρέπει να ολοκληρωθούν χωρίς παρεκκλίσεις και καθυστερήσεις. Αλλά δεν αρκούν. Χρειαζόμαστε σήμερα μια συνολική, ριζική ανασυγκρότηση του κράτους πάνω σε νέες βάσεις, ώστε οι λειτουργίες του να μην αντιστρατεύονται τη δημιουργική πρωτοβουλία, αλλά, αντίθετα, να την ενθαρρύνουν.
Η δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξασφάλιση της συνέχειας της εφαρμογής του Προγράμματος. Ένας από τους κύριους λόγους που οδηγηθήκαμε στη σημερινή κρίση είναι ότι στο παρελθόν ανάλογα σταθεροποιητικά προγράμματα που άρχισαν να εφαρμόζονται δεν ολοκληρώθηκαν, καθώς έχασαν σύντομα την ορμή τους και τελικώς εγκαταλείφθηκαν. Με αυτές τις παλινωδίες, λίγους μήνες μετά τη διακοπή ενός προγράμματος εξανεμίζονταν όσα οφέλη είχαν προκύψει και η οικονομία επανερχόταν στο ίδιο επίπεδο όπου βρισκόταν πριν από την έναρξη του προγράμματος ή και σε χαμηλότερο.
Η δημοσιονομική προσαρμογή αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη
Για να περιοριστεί το εύρος της ύφεσης και να επισπευσθεί η ανάκαμψη, πρέπει να ενθαρρυνθεί η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία σήμερα υφίσταται έντονα τις επιπτώσεις της μειωμένης ζήτησης, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, της επιβραδυνόμενης πιστωτικής επέκτασης και του αυξημένου φορολογικού βάρους.
Όσον αφορά το τελευταίο, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αύξησης των φορολογικών συντελεστών επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων και η αιχμή της πολιτικής για την αύξηση των εσόδων ―που είναι ασφαλώς απαραίτητη― πρέπει να προσανατολιστεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Περαιτέρω αύξηση της επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων θα κατέληγε όχι μόνο να επιτείνει την ύφεση, αλλά και να επιτύχει το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση αντί αύξησης των εσόδων.
Η περαίωση των φορολογικών εκκρεμοτήτων δεν αποτελεί θεωρητικά την ιδανικότερη επιλογή για την αύξηση των εσόδων. Υπό τις παρούσες συνθήκες ωστόσο, η πολιτική αυτή θα αποδειχθεί χρήσιμη, αν συνοδευθεί από ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος για την εφαρμογή νέων πρακτικών και αποτελεσματικών μεθόδων σύλληψης της φοροδιαφυγής. Παράλληλα, μετά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν εισαχθεί την τελευταία περίοδο και οι οποίες καθιστούν το φορολογικό περιβάλλον ιδιαίτερα ρευστό, είναι τώρα ανάγκη να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο φορολογικό περιβάλλον που θα εξασφαλίζει σταθερότητα των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική λειτουργία των φορολογικών μηχανισμών.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, για να είναι πιο αποτελεσματική τα επόμενα χρόνια, πρέπει να στηριχθεί κυρίως στη μείωση των δαπανών. Είναι βέβαια γεγονός ότι από την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος μέχρι σήμερα η μείωση των δαπανών ήταν μεγάλη. Στηρίχθηκε όμως κατά κύριο λόγο στην περικοπή των μισθών και των συντάξεων, ενώ υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για ουσιαστικές μειώσεις των δαπανών εφόσον αντιμετωπιστούν και εξαλειφθούν δομικές αδυναμίες του κράτους που παράγουν χρόνια ελλείμματα και χρέη. Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει τώρα να προχωρήσει με πολύ ταχύτερους ρυθμούς στο δραστικό περιορισμό της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη συγχώνευση ή και κατάργηση φορέων του Δημοσίου που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο. Η δημοσιονομική εξυγίανση θα είναι βιώσιμη και επιτυχής, αν προκύψει από τη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους σε όλες τις βαθμίδες του.
Η δημοσιονομική προσαρμογή τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Προγράμματος παρουσιάζει αξιόλογη πρόοδο. Οι κίνδυνοι όμως αποκλίσεων από τους στόχους εξακολουθούν να είναι υψηλοί. Οι κίνδυνοι αυτοί ενισχύονται από την επικείμενη αναθεώρηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης του 2009, που είναι πιθανό να επηρεάσει και το λόγο ελλείμματος/ΑΕΠ το 2010.
Γενικότερα, εν όψει των νέων δεδομένων, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να ενταθεί η προσπάθεια για περιστολή των δημόσιων δαπανών και για αύξηση των εσόδων σύμφωνα με τους στόχους του Προγράμματος, μεταξύ άλλων με περικοπές δαπανών και με βελτίωση της απόδοσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Επίσης, για την αποτελεσματική εφαρμογή του Προγράμματος είναι απόλυτη ανάγκη η δημοσιονομική πολιτική να προγραμματίζει με βάση εναλλακτικές εκδοχές και να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει τυχόν αποκλίσεις με διορθωτικές κινήσεις.
Ένα δεσμευτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη
Προαπαιτούμενο για να εισέλθει η οικονομία σε ένα νέο ενάρετο κύκλο είναι η σταθερή πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, με ρυθμούς ει δυνατόν ακόμη ταχύτερους και από αυτούς που προβλέπει το Πρόγραμμα. Αυτό θα επηρέαζε θετικά το κλίμα, θα βελτίωνε ταχύτερα την εμπιστοσύνη των αγορών και θα ασκούσε ευνοϊκή επίδραση στη διαθεσιμότητα και στο κόστος των δανειακών κεφαλαίων. Το Πρόγραμμα περιλαμβάνει τα απολύτως απαραίτητα που πρέπει να υλοποιηθούν για να αντιμετωπιστεί η σημερινή κρίση. Η πιστή εφαρμογή του είναι απολύτως αναγκαία, αλλά δεν υποκαθιστά την ευρύτερη ευθύνη της οικονομικής πολιτικής να προσεγγίσει τα μεγάλα ζητήματα της ανάπτυξης και να επισπεύσει πολιτικές που θα στοχεύουν στη συντομότερη δυνατή επανεκκίνηση της οικονομίας.
Το Πρόγραμμα είναι μια καλή αρχή που περιορίζει τους κινδύνους και δίνει στην οικονομία τα χρονικά περιθώρια να ανασυγκροτηθεί πάνω σε νέες βάσεις. Ο δρόμος θα είναι όμως επίπονος και μακρύς: η ανάπτυξη δεν μας περιμένει στην επόμενη στροφή. Έως ότου γίνει αισθητή η βελτίωση, θα υπάρξει κάποιο διάστημα επιδείνωσης. Εκείνο συνεπώς που απαιτείται είναι να σχεδιαστεί, παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, ένας αναλυτικός “οδικός χάρτης” για τη δυναμική επανέναρξη μιας αναπτυξιακής διαδικασίας, που θα στηρίζεται αυτή τη φορά σε στέρεες βάσεις. Χρειαζόμαστε δηλαδή ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη το οποίο θα βαδίζει παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα συμπληρώνει και θα εξειδικεύει πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί και θα προτείνει νέες, που θα ενισχύουν την ανάπτυξη χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους.
Ένα τέτοιο Σχέδιο Δράσης, σε συνδυασμό με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν προγραμματιστεί και την απρόσκοπτη πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα εκπέμψει το ηχηρό μήνυμα στις αγορές ότι η ελληνική οικονομία αναπροσανατολίζεται δυναμικά, αποκτά εξωστρέφεια, ανοίγεται σε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και εκμεταλλεύεται αποδοτικά την ευκαιρία που παρέχει ο μηχανισμός στήριξης για να ανακάμψει σύντομα. Χρειαζόμαστε δηλαδή σήμερα μια συνολική αναπτυξιακή στόχευση, μια κοινή επιδίωξη για το τι θέλουμε να επιτύχουμε τα επόμενα χρόνια και μια σαφή επιλογή των μέσων που θα μας οδηγήσουν εκεί.
Ένα Σχέδιο Δράσης για την ανάπτυξη οφείλει να περιλαμβάνει:
1ον. Αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και συγκεκριμένα μεσοπρόθεσμα σχέδια με σαφείς στόχους και μέσα πολιτικής για την εξωστρεφή ανάπτυξη – με έμφαση δηλαδή στις εξαγωγές και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τεθούν προτεραιότητες (α) για την κατανομή των δημόσιων πόρων που διατίθενται τόσο για τις δημόσιες επενδύσεις όσο και για την ενίσχυση των ιδιωτικών και (β) για την αναβάθμιση των υποδομών, π.χ. στους κρίσιμους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας.
2ον. Επισήμανση, κωδικοποίηση, εξειδίκευση και ταχεία εφαρμογή των οριζόντιων αλλαγών που εκτιμάται ότι θα έχουν θετική επίδραση στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Βασικός στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματική δραστηριότητα, με την ουσιώδη βελτίωση του ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου. Εάν σύντομα υπάρξουν απτά αποτελέσματα στο ζήτημα αυτό, θα είναι ευκολότερο να προσελκυστούν ξένα ή και εγχώρια κεφάλαια τα οποία θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις που απαιτούνται.
Οι βασικές περιοχές στις οποίες επείγουν διαρθρωτικές αλλαγές, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί, είναι:
– Ο εκσυγχρονισμός και η διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης.
– Η ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
– Η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
– Η βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων μέσω του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), η προώθηση των επενδύσεων και η ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας.
– Η αύξηση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας
Η οικονομική πολιτική, αν πραγματοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν επισημανθεί, θα δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον, ένα επιχειρηματικό “οικοσύστημα” – μέσα στο οποίο θα μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά οι επιχειρήσεις. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερούς κανόνες για τον ανταγωνισμό και τη φορολογία, δραστικό περιορισμό των διοικητικών εμποδίων και του διοικητικού κόστους, σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των αγορών, καθορισμένες σύντομες διαδικασίες για τη χωροθέτηση και αδειοδότηση των επιχειρήσεων, δραστική καταπολέμηση της διαφθοράς.
Προσαρμογές απαιτούνται ωστόσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι οποίες πρέπει να επιδείξουν διορατικότητα, να διευρύνουν το χρονικό τους ορίζοντα και να αναλάβουν άμεσα επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους στο συντομότερο χρονικό διάστημα δεν είναι πλέον εφικτή. Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αποτιμώνται οι χρηματιστηριακές αξίες, μετατοπίζοντας την έμφαση από τις βραχυχρόνιες αποδόσεις στα μακρόπνοα επιχειρηματικά σχέδια. Στην αναγκαία διαδικασία προσαρμογής των επιχειρήσεων περιλαμβάνονται η αύξηση του μεγέθους τους, η ανάπτυξη συνεργειών και συνεργασιών, η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω και της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, που θα συμβάλει και σε μείωση του κόστους, η ενίσχυση της εξωστρέφειας με αναζήτηση νέων αγορών και συνεργασιών, η υιοθέτηση πρακτικών που συνάδουν με την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Σε αντίθεση με όσα συνέβησαν σε πολλές άλλες χώρες, όπου η κρίση εκδηλώθηκε αρχικά στο τραπεζικό σύστημα και μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην πραγματική οικονομία, στην Ελλάδα το τραπεζικό σύστημα, που έχει στέρεες βάσεις, αντιμετώπισε δυσχέρειες ρευστότητας όταν οι έντονες δημοσιονομικές ανισορροπίες οδήγησαν στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και στη συνέχεια των τραπεζών, γεγονός που περιόρισε την πρόσβαση των τραπεζών σε πηγές άντλησης ρευστότητας και αύξησε το κόστος δανεισμού τους. Η εξέλιξη αυτή αλλά και η τάση μείωσης που εμφάνισαν το πρώτο εξάμηνο του έτους οι εγχώριες καταθέσεις επηρέασαν αναπόφευκτα τις συνθήκες ρευστότητας των τραπεζών και κατά συνέπεια και την προσφορά δανείων.
Από την άλλη πλευρά η ύφεση, επιβαρύνοντας τη χρηματοοικονομική κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, οδήγησε σε περιορισμό της ζήτησης δανείων. Οι παράγοντες αυτοί είχαν αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και την υποχώρηση της κερδοφορίας τους. Εξαιτίας των εξελίξεων αυτών, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς δανείων, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης υποχώρησε, παραμένοντας πάντως θετικός.
Σε σχετικά υψηλό επίπεδο διατηρήθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια. Όμως, οι ιδιαίτερα δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί επιβάλλουν για λόγους πρόνοιας τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδα αρκούντως υψηλότερα των ελαχίστων που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες. Θετική εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η επιτυχής ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου στην οποία προέβη πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα μεγέθη του τραπεζικού τομέα δεν θα μεταβληθούν επί τα βελτίω, εάν πρωτίστως δεν διορθωθούν οι παράγοντες εκείνοι που ασκούν πιέσεις στην πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών και κατ’ επέκταση στη δυνατότητά τους να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Είναι δηλαδή αναγκαία η βελτίωση του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση αυτή θα συμβάλει θετικά στον περιορισμό του κινδύνου ρευστότητας, αλλά και του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, ώστε αυτές να συνεχίσουν να ικανοποιούν επαρκώς την εκδηλούμενη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων.
Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον με διορατικότητα. Είναι απαραίτητο να λάβουν υπόψη τους ότι, ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επανέλθει σε ανοδική πορεία, ο ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών εργασιών θα διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, πριν από την κρίση. Επίσης, κάποια στιγμή, σταδιακά, θα αρθούν τα εναπομένοντα μη συμβατικά μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, ενώ η άντληση χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές ενδέχεται να παραμείνει δυσχερής, καθώς θα είναι αυξημένος ο ανταγωνισμός μεταξύ κυβερνήσεων, τραπεζών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα για την άντληση κεφαλαίων. Τέλος, οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν εν όψει και της σταδιακής εφαρμογής, έως το 2018, του νέου διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου, γνωστού και ως “Βασιλεία ΙΙΙ”.
Για τους ανωτέρω λόγους κρίνεται απαραίτητο να επανεξετάσουν οι τράπεζες το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους, επιδιώκοντας τη διατήρηση υψηλού επιπέδου κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, σχηματίζοντας επαρκείς προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και εξορθολογίζοντας τα έξοδά τους. Η σύναψη στρατηγικών συμμαχιών και η πραγματοποίηση συγχωνεύσεων, λόγω των θετικών συνεργειών που συνεπάγονται, είναι βέβαιο ότι θα συμβάλουν θετικά στην επίτευξη των ανωτέρω στόχων.
Στόχος η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία
Στόχος της μεγάλης προσπάθειας που έχει αναλάβει σήμερα η χώρα είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο μέλλον της οικονομίας, στις δυνατότητές της δηλαδή να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές δυσχέρειες και να γίνει πιο δημιουργική, πιο εξωστρεφής, πιο ανοικτή στην επιχειρηματική πρωτοβουλία και στις επενδύσεις.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης όμως δεν μπορεί να είναι ούτε άμεση ούτε αυτόματη. Σήμερα, πέντε μήνες από την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, οι αγορές αντιμετωπίζουν ακόμη τα ελληνικά ομόλογα με επιφύλαξη, παρόλο που το κλίμα έχει αρχίσει τελευταία να βελτιώνεται. Ένα από τα ζητούμενα είναι η επίδειξη συνέχειας, συνέπειας και επιμονής στην εφαρμογή των όρων του Προγράμματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει να επιβεβαιώνονται διαρκώς και εμπράκτως. Η επιφυλακτικότητα των αγορών τροφοδοτείται εξάλλου και από αναλύσεις που θεωρούν αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς προεξοφλούν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι πολύ χαμηλοί για να εξασφαλίσουν την εξυπηρέτηση του μεγάλου δημόσιου χρέους.
Τα σενάρια αυτά έχουν ήδη καταρριφθεί από το ΔΝΤ, το οποίο σε πρόσφατη ανάλυσή του συμπεραίνει ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε επιθυμητή ούτε και πιθανή. Προς την ίδια κατεύθυνση συγκλίνουν και δηλώσεις αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε τελευταία ανάλυση όμως, σ’ εμάς εναπόκειται η ευθύνη να απαντήσουμε έμπρακτα, με δύο τρόπους: Πρώτον, με τη σχολαστική τήρηση των στόχων του Προγράμματος Προσαρμογής, τους οποίους ―όπου είναι δυνατόν― πρέπει να υπερακοντίζουμε, δίνοντας το σαφές μήνυμα ότι η δημοσιονομική προσαρμογή βαδίζει με ταχείς ρυθμούς. Δεύτερον, με την εκπόνηση και ταχεία εφαρμογή ενός συνεκτικού Σχεδίου Δράσης για την Ανάπτυξη, που θα καταδεικνύει πειστικά ότι η ελληνική οικονομία μπορεί κατ’ αρχάς να ανακάμψει γρήγορα και στη συνέχεια να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς στηριζόμενη σε νέες, υγιείς βάσεις.
Αν όχι μόνο επιτευχθούν οι σημαντικοί δημοσιονομικοί στόχοι αλλά και εδραιωθούν, στα επόμενα δυόμισι χρόνια,οι προϋποθέσεις για αύξηση των εξαγωγών και προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που θα τονώσουν την ανάπτυξη, θα πειστούν και οι αγορές ότι η δυναμική του χρέους θα αντιστραφεί. Το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι τεράστιο. Ήδη η κατάσταση βαίνει βελτιούμενη, ωστόσο ο δρόμος μπροστά είναι μακρύς και δεν δικαιολογείται εφησυχασμός. Η σημερινή κρίση μπορεί και πρέπει να γίνει ο καταλύτης που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα.
Εκτός από την ανάλυση των εξελίξεων και των προοπτικών της οικονομίας, η Έκθεση αφιερώνει ένα εκτενές κεφάλαιο (το Κεφάλαιο VII) σε ζητήματα αποτελεσματικότερης εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και των δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό εξετάζονται σε βάθος έξι «Ειδικά Θέματα»:(α)κατευθύνσεις περαιτέρω περιορισμού των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου, (β)φοροδιαφυγή, φορολογική διοίκηση και κατευθύνσεις αναβάθμισης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, (γ) δυνατότητες αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, (δ) διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας με σκοπό τον έλεγχο του κόστους, τον περιορισμό της δαπάνης και την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, (ε) αποκρατικοποιήσεις την περίοδο 1996-2009 καιελλειμματικές δημόσιες επιχειρήσεις και (στ) αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και«πράσινη» φορολογική πολιτική.