«Μπεμπούλα» και «Γιωργούλο» προσφωνούνται τα δύο αδέλφια στην αλληλογραφία τους. Αυτή είναι η Ιωάννα Σεφεριάδη (Τσάτσου) και αυτός είναι ο Γιώργος Σεφεριάδης (Σεφέρης). Τα γράμματά τους που χρονολογούνται στα 1921 και 1922 αποτελούν μαρτυρίες μιας δυνατής προσωπικής σχέσης αλλά και τεκμήρια μιας εποχής. Γεύση από τη συναρπαστική αλληλογραφία βρίσκουμε στις πρώτες σελίδες του πρώτου τεύχους του περιοδικού «Νέα Ευθύνη» (διάδοχος της «Ευθύνης»), σε παρουσίαση της ισπανίδας ελληνίστριας Μaila Garcia Αmoros. Τα δύο αδέλφια αντήλλαξαν περί τις 800 επιστολές στο διάστημα 1919-1970 που βρίσκονται στα αρχεία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Η ισπανίδα ελληνίστρια ετοιμάζει την έκδοση 232 επιστολών της περιόδου 1919-1924. Μερικές από τις επιστολές της Ιωάννας έχουν σταλεί από τη Σμύρνη διασώζοντας μιαν εικόνα ευδαιμονικής αναμονής πριν από τη μεγάλη καταστροφή.

Εκείνο που είναι ερεθιστικό στις επιστολές αυτές είναι η εικόνα του νεαρού Σεφεριάδη, φοιτητή Νομικής στο Παρίσι, που αγωνίζεται να γίνει ποιητής. Και αγωνίζεται όχι μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά με την ίδια του τη γλώσσα που τότε- αρχές Γενάρη του 1921-τη θεωρεί εχθρική για το ποιητικό αίσθημα. Εχει σημασία να ξέρουμε τι έγραφε τότε ο Σεφεριάδης, προτού γίνει ο έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. «Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω» (ποίηση) «μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Ελληνικά μου είναι αδύνατο να πω ό,τι θέλω γιατί δεν έχωμε γλώσσα. (…) Στην ελληνική, εκτός από αισθήματα βουνίσια ή χωριανέικα, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την ώρα, γι΄ αυτό και τα πιο πολιτισμένα ποιήματα που έχουν γραφεί στην ελληνική μυρίζουν μυτζήθρα». Είναι εκπληκτικές αυτές οι φράσεις αν λάβουμε υπόψη μας μεταγενέστερα κείμενα του Σεφέρη για τον Σολωμό, τον Κάλβο ή τον Καβάφη αλλά βεβαίως την ποιητική του ύλη που λειτουργεί παραδειγματικά και για την ίδια μας τη γλώσσα. Εγραφε και κάτι άλλο τότε ο νεαρός Σεφεριάδης στη νεαρή δεσποινίδα Σεφεριάδη: «Επειτα στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, δε φτάνει να γράψεις, πρέπει να σηματίσεις μια παράδοση και πάνω αυτού να περπατήσεις, όπως σ΄ όλα τα μέρη του κόσμου».

Καίριες είναι οι παρατηρήσεις της Ιωάννας για τον επαρχιωτισμό της αθηναϊκής κοινωνίας. Παρατηρήσεις που νομίζεις ότι έχουν απόλυτη ισχύ και σήμερα. Κι είναι παράδοξες αυτές οι παρατηρήσεις για τον επαρχιωτισμό αν σκεφθούμε ότι τότε, το 1921, η Ελλάδα ήταν ακόμη ανοιχτή, η Διασπορά της λειτουργούσε ολοζώντανη και οι αστοί του εθνικού κορμού συνομιλούσαν με όλα τα κέντρα. Αλλά ισχυρή, μέσα στη δύναμη της ποιητικής μεταφοράς της, είναι και η παρατήρηση του Σεφέρη για τους καλλιτέχνες: «Η τέχνη είναι ένας δρόμος καμωμένος από τους καλλιτέχνες. Στην Ελλάδα οι καλλιτέχνες είναι τα τηλεγραφόξυλα που είναι δίπλα στο δρόμο και ο καθένας είναι μονάχος». Υπάρχουν κι άλλα στις επιστολές. Αισθηματικές φουρτούνες, έρωτες (η Γαλλίδα Suzon, η Νορβηγίδα Κirsten), η λογοτεχνική ζωή της Αθήνας, οι μικρές ιστορίες. «Κακό παιδί, νάμουν κοντά σου, το μόνο που μπορώ να σου πω, το μόνο που θέλω, νάμουν κοντά σου, νάμουν στο Παρίσι, αυτή τη στιγμή». Η Ιωάννα αγαπούσε το μελόδραμα.

nbak@dolnet.gr