Oι οικονομολόγοι είναι πεπεισμένοι ότι οι αναδυόμενες αγορές θα συνεχίσουν και την επόμενη δεκαετία να οδηγούν την παγκόσμια οικονομία, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση είναι ήδη μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των αναπτυγμένων χωρών, ο ρυθμός αύξησης των μισθών παραμένει υψηλός, ενώ η ηλικιακή σύνθεση και το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού κινούνται ευνοϊκά. Κοιτώντας προς το μέλλον προβλέπουν μάλιστα ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στις αγορές αυτές θα βασίζεται όλο και περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση αντί των εξαγωγών.
Ο δυτικός κόσμος, εξάλλου, δείχνει σήμερα εγκλωβισμένος σε στασιμότητα η οποία παραπέμπει περισσότερο στην ιαπωνική εμπειρία, ενώ οι αναδυόμενες αγορές παρουσιάζουν καλύτερες οικονομικές προοπτικές κατά τα χρόνια που έρχονται. Ετσι, αν και οι αναδυόμενες αγορές παραμένουν ευάλωτες στις μεταβολές του διεθνούς οικονομικού κλίματος, καθώς συνεχίζουν να αποτελούν την «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας, θα συνεχίσουν να αυξάνουν και το ειδικό τους βάρος στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη.
Για τους διαχειριστές της ΙΝG, πέρα από την άμεση τοποθέτηση σε μετοχές αυτών των αγορών, μία έμμεση τοποθέτηση ή μία καλή εναλλακτική λύση αποτελεί και η αγορά μετοχών εταιρειών από την Ευρώπη ή τις ΗΠΑ με μεγάλη έκθεση στις αναδυόμενες αγορές.
Αυτή τη στρατηγική ακολούθησαν εξάλλου πολλά από τα διεθνή κεφάλαια και στην Ελλάδα. Τοποθετώντας περισσότερα από 25 δισ. ευρώ μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας έφθασαν να ελέγχουν το 50% των μετοχών ενός σκληρού πυρήνα εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών οι οποίες επιχειρούσαν τη μερική διεθνοποίησή τους επενδύοντας στην ευρύτερη περιοχή, ώστε να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που προσέφεραν οι ταχέα αναπτυσσόμενες αγορές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Τέτοιες κινήσεις θεωρήθηκαν εξάλλου επιβεβλημένες για να καταστούν οι ελληνικές επιχειρήσεις ανταγωνιστικές, να μεγαλώσουν σε μέγεθος, να ελέγξουν το κόστος τους, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους και να δημιουργήσουν συνέργειες οι οποίες μεταφράζονται σε περαιτέρω αξία για τους μετόχους. Ετσι, οι τοποθετήσεις των ξένων θεσμικών στο ΧΑ λάμβαναν υπόψη την έκθεση των ελληνικών εταιρειών σε αγορές με υψηλά περιθώρια ανόδου (αλλά και μεγαλύτερα ρίσκα), τα οποία μπορούσαν στην ουσία να απολαύσουν μέσω των θέσεών τους σε μια αναπτυγμένη αγορά όπως θεωρούνταν το Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Αυτό σημαίνει πως όσες εισηγμένες στο ΧΑ εταιρείες καταφέρουν να διατηρήσουν το… «βαλκανικό τους όνειρο», το οποίο περνάει μέσα από τη συνεχιζόμενη επέκταση και εδραίωσή τους στην ευρύτερη περιοχή, ίσως βρεθούν και πάλι στο «στόχαστρο» των ξένων επενδυτών, αφού βέβαια πρώτα με το καλό η χώρα διαφανεί ότι φεύγει οριστικά από τη στενωπό.