Τι θα έκανε η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη αν ήταν μυθιστορηματική ηρωίδα; Θα φαρμακωνόταν ή μήπως θα έπεφτε στις γραμμές του τρένου να σκοτωθεί; Θα ξεπερνούσε με δραματικό τρόπο την ήττα της; Μάλλον όχι, δεν της ταιριάζει το μελό. Μοιάζει σαν να ξεπήδησε από τις σελίδες του βιβλίου «Ποιος από τους δυο μας επινόησε τον άλλο;» του Πασκάλ Μπρυκνέρ. Εκεί δύο φίλοι αλλάζουν τη θεώρηση που έχουν για τη ζωή, επιδρώντας καταλυτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Για μυθοπλαστικούς λόγους λοιπόν χρειάζεται έναν παρτενέρ, κατά προτίμηση στο μπόι της – μιλώντας πάντοτε για πολιτικό ανάστημα. Μπορεί να αναρωτηθεί «Ποιος από τους δυο μας επινόησε τον άλλο;» από κοινού με τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Δεν ξέρουμε αν ασυναίσθητα αντιγράφουν ο ένας τον άλλον, πάντως εναλλάσσουν τις ίδιες στρατηγικές.

Η αρχηγός του ανύπαρκτουπροσώρας- κόμματος χάρισε τη Νέα Δημοκρατία στον αντίπαλό της με μια κάκιστη εκστρατεία. Μιλούσε παντού, σε όλους για το πόσο επικίνδυνος είναι ο κ. Σαμαράς, πόσο προδότης, πόσο καταστρεπτικός για την παράταξη. Από το πολύ μένος αμέλησε να καταθέσει απόψεις και να μιλήσει για τον εαυτό της. Πλην όμως ο κ. Σαμαράς επανέλαβε τα λάθη της μυθοπλαστικής φίλης του. Είχε αποφασίσει να τη διαγράψει από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε καθήκοντα. Καρατομώντας την, ανταπέδωσε το δώρο. Της χάρισε την αφηρημένη, πλην όμως υπαρκτή, «κεντροδεξιά». Το περιτύλιγμα του δώρου είναι τα δελτία Τύπου και οι ανακοινώσεις που ασχολούνται μαζί της, ευθέως ή πλαγίως. Δεν έχει περάσει εβδομάδα χωρίς να ασχοληθεί λιγάκι με την ύπαρξή της.

Ο κ. Εμμ. Κεφαλογιάννης σε ρόλο αυτόκλητης προξενήτρας ζήτησε από την κυρία Μπακογιάννη να επιστρέψει στο κόμμα. Ηταν η προσωπική άποψη ενός βουλευτή που τυγχάνει κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Εκείνη, σκληρή και άτεγκτη. Δεν την ενδιαφέρει, λέει, η λογική της Νέας Δημοκρατίας «όχι σε θέματα προέδρων αλλά ιδεών». Υπήρξε ελαφρά μετατόπιση: το νέο κόμμα διεκδικεί πλέον το κέντρο, όχι την Κεντροδεξιά- καίτοι δεν έχει συζητηθεί σε ποια ομάδα θα ενταχθούν μελλοντικά οι ευρωβουλευτές του. Προς το παρόν η κυρία Μπακογιάννη βλέπει κόσμο και συγκεντρώνει προτάσεις. Να, για παράδειγμα, κατέγραψε τις ιδέ ες γιατρίνας για το πώς πρέπει να γίνονται κάποιες προληπτικές εξετάσεις. Αν ποντάρει στον καταποντισμό της Νέας Δημοκρατίας, θα είναι για να πάρει μερίδιο των ψηφοφόρων της και όχι για να επιστρέψει εκεί ως σωτήρας. Είναι απόλυτη για το τέλος αυτής της σχέσης (όσο απόλυτος μπορεί να είναι ένας πολιτικός).

Η Ρηγίλλης κατηγορεί την κυρία Μπακογιάννη για αντιφατική συμπεριφορά. Στηρίζει, λέγουσι, τον Γιάννη Δημαρά, στηρίζει τον Πέτρο Τατούλη και τον Γιάννη Μπουτάρη . «Εχει τόση δίψα για εξουσία που είναι ικανή για το οτιδήποτε». Και ενώ ασχολούνται ασταμάτητα μαζί της, δηλώνουν ότι όσα πράττει είναι «άνευ σημασίας». Η κυρία Μπακογιάννη είναι σαφής: δεν στηρίζει κανέναν γιατί δεν έχει κόμμα. Οι συνεργάτες της είναι ελεύθεροι να συνεργαστούν με όποιον θέλουν. Εκείνη δεν δίνει γραμμή, δεν υποδεικνύει πρόσωπα. Από τη διακριτική στάση της έγινε η παρεξήγηση της Θεσσαλονίκης. Δεν στήριξε Μπουτάρη. Τις δύο φορές που συναντήθηκαν στο γραφείο της ήταν μόνο για τον καφέ. Μετά τού έδωσε ένα κόσκινο, από το οποίο προέκυψαν τέσσερις δικοί της άνθρωποι ως υποψήφιοι, αυτοβούλως. Γιατί, είπαμε, εκείνη δεν ανακατεύεται. Στη Θεσσαλονίκη άνοιξαν τα γραφεία του Φόρουμ, αλλά όπως καγχάζουν ορισμένοι δεν προκλήθηκε και κανένας πανικός. Χαλαρή προσέλευση. Το έλεγε αυτό ο κ. Σαμαράς, στο τέλος θα πάνε όλοι με τον νικητή και θα την απομονώσουν.

Στο διά ταύτα. Η κυρία Μπακογιάννη θα επιχειρήσει να θεραπεύσει τον «εθνικό κυνισμό». Λέει: «Θα επενδύσω στο θετικό». Λίγη ώρα αργότερα δεν κρατήθηκε και επένδυσε στο αρνητικό, είπε ότι οι δύο αρχηγοί με τα βιντεάκια τους υποβαθμίζουν την πολιτική σε playstation. Εν πάση περιπτώσει το υπό ίδρυση κόμμα θα ξεκινήσει τη δράση του με ένα μίνιμουμ εξόδων, κάπου 100.000 ευρώ (ούτε οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο φθηνές). Βασίζεται στους εθελοντές. Δεν είναι τυχαία η ίδρυση του Φόρουμ, ούτε θα επέμενε τόσο η κυρία Μπακογιάννη για την προσωπική επαφή με τη βάση αν στις ΗΠΑ δεν είχε αλωθεί το κόμμα των Ρεπουμπλικανών από το «πάρτι του τσαγιού». Αν παραβλέψουμε τον βλακώδη συντηρητισμό του αμερικανικού κινήματος, μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την ταχύτητα με την οποία πληθύνεται νέα ομάδα πολιτικών απαιτήσεων. Το «πάρτι του τσαγιού» από το 2009 που ξεκίνησε εστίαζε στα πρακτικά, όπως η μείωση των φόρων. Εναν τέτοιο ρόλο καλείται να παίξει το φόρουμ, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί δεν είχαν αρχηγό.

Η κυρία Μπακογιάννη έχει φτάσει στις πιο συναρπαστικές σελίδες της βιογραφίας της. Αν πάψει να είναι ηρωίδα στο «Ποιος από τους δυο μας επινόησε τον άλλο;», μπορεί να ενσαρκώσει άλλον χαρακτήρα του Πασκάλ Μπρυκνέρ. Υπάρχει «Το μέγαρο των χαστουκιών», στο οποίο θα ήθελε να την κλειδώσει ο κ. Σαμαράς. Υπάρχει όμως και κάτι πιο κλασικό, όπως «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα».