Η Βαρκελώνη αποτελεί κατ’ εξοχήν προορισμό της ενδοευρωπαϊκής μετανάστευσης. Οι Eλληνες που γνωρίσαμε στη μεσογειακή μητρόπολη
της αισθητικής, του ντιζάιν, του πρωτοποριακού και οργανωμένου τρόπου ζωής μάλλον δεν μερίμνησαν ποτέ τους να βολευτούν. Παθιασμένοι με την πρωτεύουσα της Καταλωνίας, προτίμησαν να ρισκάρουν επιζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Νίκος Λαουτάρης διευθυντής της ερευνητικής ομάδας του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ισπανίας
«Παιδιά, ο Νίκος έγινε ΟΤΕτζής στην Ισπανία. Τσάμπα τα διδακτορικά, τα μεταδιδακτορικά και οι έρευνές του» σχολίασε χιουμοριστικά ένας κολλητός φίλος του Νίκου Λαουτάρη, όταν πληροφορήθηκε την απόφασή του να απορρίψει τη μόνιμη θέση πανεπιστημιακού καθηγητή στη Βοστώνη, για να δεχτεί τη θέση βασικού ερευνητή σε μια ισπανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών που τότε ούτε καν γνώριζε. Ούτε ισπανικά ήξερε. «Βρισκόμουν στο Ανκορατζ της Αλάσκας, στον συνεδριακό χώρο ενός ξενοδοχείου. Οι περισσότεροι συνάδελφοι ετοιμάζονταν για σύντομες κρουαζιέρες στους παγετώνες και εγώ ήμουν με δύο κινητά τηλέφωνα στο χέρι αποφασίζοντας το επόμενο βήμα μου» θυμάται ο Νίκος. Τρία χρόνια μετά, έμαθε πως όταν κερδίζει την εμπιστοσύνη μιας ομάδας ανθρώπων, σε όλα τα επίπεδα, τότε η ομάδα αυτή μπορεί να πιστέψει, να ονειρευτεί και να δουλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Δεν πιστεύει ότι υπάρχουν Ελληνες στο εξωτερικό που δεν θέλουν να επιστρέψουν, αν και ο ίδιος δεν το σκέφτεται προς το παρόν, καθώς δεν υπάρχει ούτε δείγμα πρόκλησης στον ορίζοντα. Και ο Νίκος είναι «εθισμένος» στις προκλήσεις. Του λείπουν οι άνθρωποι του χωριού του, στους πρόποδες του Ταΰγετου. «Η Βαρκελώνη, εκτός από την αρχιτεκτονική, τον ήλιο, τη θάλασσά της, έχει κατοίκους ήρεμους, με μακρόπνοο προγραμματισμό. Συν ότι η τοπική ομάδα ποδοσφαίρου είναι αρκετά καλή ώστε να τα καταφέρνει στο Τσάμπιονς Λιγκ» λέει.
Στέλλα Γρίμπα υπεύθυνη μάρκετινγκ
Φοιτούσε στο ΤΕΙ Τεχνολογίας Τροφίμων και βρέθηκε μέσω Erasmus στην Κόρδοβα. Οταν επισκέφθηκε τη Βαρκελώνη, «έναν τόπο με αιτία», όπως λέει, αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ξεκίνησε ένα διδακτορικό προκειμένου να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς της και της αισθητικής της: «Ως εκεί με στήριξαν οι γονείς μου. Μετά έπρεπε να τα καταφέρω μόνη μου». Για τα επόμενα οκτώ χρόνια ήταν το δεξί χέρι του διευθυντή του Επιστημονικού Πάρκου της Βαρκελώνης.
Κατόπιν ολοκλήρωσε ένα μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ και σήμερα είναι υπεύθυνη για την προώθηση ενός επιστημονικού λογισμικού σχετικού με τη διδασκαλία των μαθηματικών στη μέση εκπαίδευση, στην Ισπανία και στη Λατινική Αμερική, το οποίο πολύ πιθανόν – όπως υποστηρίζει – να εφαρμοστεί κάποια στιγμή και στην Ελλάδα. Διακόσμησε μόνη της το διαμέρισμά της και κατασκεύασε η ίδια τα έπιπλα και τα φωτιστικά. Σκοπεύει να εκδώσει τα παραμύθια που γράφει και ελπίζει ότι οι μικροί της φίλοι θα τα απολαύσουν και σε ταινίες κινουμένων σχεδίων. «Στη Βαρκελώνη η φαντασία μου δεν στερεύει ποτέ» λέει.
Από την πατρίδα τής λείπουν η οικογένεια και το ελληνικό χιούμορ. «Εδώ δεν χρειάζεται να έχεις γνωστούς για να κάνεις τη δουλειά σου. Απλώς περιμένεις τη σειρά σου. Θα επέστρεφα μόνο αν η σκληρή εργασία μου απέδιδε την ίδια ποιότητα ζωής με αυτήν που έχω τώρα, αλλά και παρόμοιες οικονομικές απολαβές. Μα, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα επέστρεφα, διότι θα έπρεπε να μετακομίσουν και ο σύντροφος και οι φίλοι μου…».
Mίνως Διγενής αρχιτέκτονας
Γεννήθηκε το 1971 στη Ρώμη, μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε στο Μιλάνο. Ηρθε στη Βαρκελώνη μέσω Erasmus το 1993, εποχή που μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα έργα των Ολυμπιακών. Η πόλη έβραζε, οι αρχιτεκτονικές αλλαγές ήταν ραγδαίες. Εργάστηκε ως βοηθός του Ρίτσαρντ Μέγερ στην αποπεράτωση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (MACBA). Επέστρεψε στην Ελλάδα σχεδιάζοντας σημαντικά έργα, ξαναγύρισε όμως, το 2000, στην πόλη που έχει τα μάτια της ανοιχτά σε καθετί καινούργιο και άνοιξε το γραφείο του. «Στην Ελλάδα, η φιγούρα του αρχιτέκτονα δεν είναι αναγνωρισμένη όπως στην Ισπανία. Υπάρχει μια σύγχυση στο τι κάνει ο αρχιτέκτονας και αν χρειάζεται. Οι νέοι που προσπαθούν να κρατηθούν στην ελληνική αγορά μέσα στις αντίξοες συντηρητικές και γραφειοκρατικές συνθήκες προτείνοντας ιδέες είναι ήρωες» μας λέει, ενώ αναρωτιέται πού είναι η συνέχεια του Πικιώνη, του Κωνσταντινίδη, του Δοξιάδη.
Είναι ο άνθρωπος πίσω από τα σχέδια και την εσωτερική διακόσμηση στα ελληνικά εστιατόρια «Διόνυσος» και βραβεύτηκε για το «Οven», ένα πρώην τυπογραφείο στο Πόμπλε Νόου, την άλλοτε βιομηχανική γειτονιά, που μεταμορφώθηκε σε χώρο πολιτισμού και εστίασης. «Δυστυχώς, εκείνο το μαγαζί έκλεισε επειδή, παρ’ όλη τη θετική κριτική, δεν ήμασταν πολύ νομοταγείς» παραδέχεται. «Τα δέκα αυτά χρόνια ήταν δημιουργικά. Ξεκινάμε τώρα δουλειές στη Βραζιλία όπου η μεσαία τάξη αυξάνεται, ενώ τα έργα για τους Ολυμπιακούς έχουν πάρει φωτιά».
Aντώνης Μακρόπουλος διευθυντής τμήματος εξαγωγών
«Επειδή ως Ελληνας έχω παραγωγική θέληση χαραγμένη στο DNA μου, καλλιεργημένη όμως στο εξωτερικό, μου είναι δύσκολο να επιστρέψω στην Ελλάδα» ισχυρίζεται ο 36χρονος Πειραιώτης Αντώνης Μακρόπουλος. Παιδί της Μεταπολίτευσης και της θάλασσας, υποστηρίζει ότι θα επέστρεφε μόνο «αν τελείωνε η αναπαραγωγή των ίδιων επωνύμων που βαστάνε τη χώρα με τη λογική της αφαίμαξης και όχι της παραγωγής».
Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ακολούθησαν τρία χρόνια σπουδές στην Αγγλία και δύο μεταπτυχιακά. Η πρώτη του δουλειά ήταν στο ελληνικό παράρτημα μιας πολυεθνικής. Οταν όμως μετατέθηκε για έναν χρόνο στο αντίστοιχο παράρτημα της Ισπανίας στη Βαρκελώνη, εντυπωσιάστηκε από τη ζωή εκεί. Επέστρεψε υποχρεωτικά στην Ελλάδα λόγω λήξης της σύμβασής του και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αρχισε τα μονοήμερα ταξίδια στην πόλη που ερωτεύτηκε, πηγαίνοντας σε συνεντεύξεις. Η πολυπόθητη απάντηση δεν άργησε: Μια πολυεθνική εμφιαλωμένου νερού και χυμών τού έδωσε τη νεοσύστατη θέση του διευθυντή στο τμήμα εξαγωγών. «Τι σημασία έχει αν το παιδί μου θα μιλάει ελληνικά ή ισπανικά; Σωστός άνθρωπος να είναι, με όνειρα, φιλοδοξίες και με ζωντανό το φιλότιμο που μου δίδαξαν οι γονείς μου» λέει.
Κλαίρη Σκανδάμη καθηγήτρια
Το 1978 η Κλαίρη Σκανδάμη πήγε εκδρομή με τον πατέρα της στη Σεβίλλη και γοητεύτηκε από τον φθινοπωρινό ήλιο και τον ήχο της γλώσσας. Το 1985 επισκέφθηκε τη Βαρκελώνη με τις πλατιές λεωφόρους και το γοητευτικό αρχιτεκτονικό συνονθύλευμα. Αργότερα, σε ένα συνέδριο στην Ιταλία, γνώρισε τον ισπανό σύζυγό της και το 1991 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βαρκελώνη. Είχε ήδη σπουδάσει αρχαιολογία, είχε δουλέψει στο Μουσείο Μπενάκη και είχε μετεκπαιδευτεί στη μεσαιωνική ιστορία στη Ρώμη και στη Φλωρεντία. Η τύχη την έφερε να διδάσκει στο Τμήμα των Νέων Ελληνικών της Κρατικής Σχολής Ξένων Γλωσσών. Κάθε χρονιά φοιτούν πάνω από 100 σπουδαστές, ενώ κάθε Σεπτέμβριο γράφονται στο τμήμα περίπου 40 καινούργιοι. «Από τον νεαρό φοιτητή που θα φύγει με Erasmus για την Ελλάδα, την κυρία που θέλει να συνεννοηθεί με την ελληνίδα συμπεθέρα της ως τον καθηγητή αρχαίων ή τον απλό υπάλληλο που ανδρώθηκε μέσα στη δικτατορία του Φράνκο ακούγοντας τον Θεοδωράκη» μας λέει. Μαθήτριά της και η πριγκίπισσα Χριστίνα, η κόρη της βασίλισσας Σοφίας. «Είναι πρόκληση να ψάχνεις τις ψηφίδες εκείνες από το ελληνικό μωσαϊκό που θα προσελκύσουν το κοινό σου». Μηχανεύεται τρόπους για να εμπλουτίσει τη διδασκαλία της με σεμινάρια όπως «Ταξίδια στον ελληνικό χώρο», «Ελληνική γαστρονομία και λογοτεχνία», «Η ελληνική κοινωνία όπως καθρεφτίζεται στις ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60». Αναζητεί τους δεσμούς ανάμεσα στις δύο χώρες οργανώνοντας εκθέσεις, διαλέξεις, εκδόσεις, μεταφράσεις ή επισκέψεις σημαντικών Ελλήνων, μεταλαμπαδεύοντας την κουλτούρα του τόπου της.
Γιάννης Γκόλιας επιχειρηματίας
Ζούσε στο Βέλγιο, ερωτεύτηκε όμως τη μεσογειακή ατμόσφαιρα και το κλίμα της Βαρκελώνης, όπου αποφάσισε να υλοποιήσει τα επαγγελματικά του όνειρα. Αυτοδημιούργητος, άνοιξε τα δύο πρώτα ελληνικά εστιατόρια «Διόνυσος» τη δεκαετία του ’90, με την εικαστική ματιά του αρχιτέκτονα Μίνωα Διγενή, δεχόμενος δεκάδες θετικές κριτικές. Σήμερα, έχει καταφέρει να χορταίνει τον πελάτη του τόσο στον «Διόνυσο» όσο και στο αραβικο-ισπανικο-ελληνικό «Sukur» αλλά και στο μεσογειακό «Οven» της κεντρικής λεωφόρου Γκραν Βία. Η ποιότητα και το επίπεδο στην κουζίνα είναι το μυστικό.
«Το ότι ο πολυπράγμων και ευφυής Ελληνας δεν σεβάστηκε τον εαυτό του και βολεύτηκε στο Δημόσιο είχε καταστρεπτικές συνέπειες, διότι τον έκανε να ψαχτεί και σε άλλα μονοπάτια, τα οποία όμως δεν δήλωσε πουθενά, με αποτέλεσμα τη σημερινή κατάσταση» λέει. Ονειρεύεται να δημιουργήσει ένα κατάλυμα για τους κυνηγούς στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ηπειρο, όπου κάποια ημέρα θα επιστρέψει. Προς το παρόν, πηγαίνει τακτικά στην Αθήνα για να να περάσει λίγες ημέρες μαζί με τον μικρό του γιο.
Γιάννης Παπαϊαωάννου μουσικός
Εμαθε να παίζει ούτι στην Κωνσταντινούπολη, πλάι στον Γκιορντάλ Τοχτζάν. Ηρθε στη Βαρκελώνη το 1994 για μεταπτυχιακό στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εδώ δημιούργησε τους «Ασίκηδες», με βασικά εργαλεία του τη γλώσσα και την παράδοση, ισπανική και ελληνική, και με σκοπό την έκφραση. Ανεβαίνει με το ποδήλατο στα χωριά της Καταλωνίας και πέφτει πάνω σε γαμήλια γλέντια με τζαζ ορχήστρες, κάτι που οφείλεται, όπως λέει, στην οργανωμένη από νωρίς αστικοποίηση της περιοχής.
Aν ο Γιάννης Παπαϊωάνου έγραφε ότι θα παίξει το λαϊκό άσμα «Χαρικλάκι» στις προσκλήσεις που κάθε τόσο έστελνε στο ελληνικό προξενείο, θεωρεί ότι θα είχε περισσότερες πιθανότητες να λάβει απάντηση. Ουδείς όμως απάντησε, και ας καταχειροκροτήθηκε στις συναυλίες με τον παγκοσμίου φήμης Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ. «Μια γύψινη απομίμηση αρχαίου κίονα, σουβλάκια, τζατζίκια, κλαρίνα, μπουζούκια και άγιος ο Θεός. Αυτά είναι τα ιδανικά του Ελληνα του εξωτερικού;» αναρωτιέται. «Οι Ελληνες εδώ δεν έχουμε τη δυνατότητα να ψηφίζουμε στο προξενείο, κάτι εντελώς αντισυνταγματικό. Σαν να φοβούνται την ψήφο μας, επειδή μπορούμε να συγκρίνουμε την ποιότητα ζωής, τον σεβασμό της πολιτείας προς τον πολίτη και αντιστρόφως. Είναι μια ωραία “εξορία” η Βαρκελώνη».
Γιώργος Καλλής καθηγητής Οικολογικών Οικονομικών
«Στην Ισπανία έχω μόνιμη θέση καθηγητή, στα 38 μου, κάτι που στην Ελλάδα θα έπρεπε να πενηνταρίσω για να το καταφέρω. Στα 17 μου βρέθηκα στην Αγγλία, εμπειρία που μου έμαθε να είμαι ανοιχτός σε διαφορετικούς πολιτισμούς». Τελειώνοντας το διδακτορικό του στην Ελλάδα, πήρε μία ευρωπαϊκή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. Η ζωή του άλλαξε όμως όταν έλαβε ένα e-mail από τον καθηγητή Χοάν Μαρτίνεθ Αλιέρ, με τον οποίο συνεργάζεται τώρα, που του ζητούσε να κάνει αίτηση για μια θέση καθηγητή στη Βαρκελώνη.
Από μικρό παιδί, ο Γιώργος ένιωθε μια περίεργη έλξη για την πόλη. Στα εννέα του χρόνια έκλαψε όταν η Μπαρτσελόνα έχασε μέσα στην Ισπανία το ευρωπαϊκό Κύπελλο από τη Στεάουα Βουκουρεστίου. Αργότερα τον γοήτευσαν η μουσική σκηνή της πόλης και το μυστήριο της ιστορίας της από την εποχή του ισπανικού εμφυλίου. «Είναι η μόνη πόλη στην παγκόσμια Ιστορία που κυβερνήθηκε για ένα διάστημα από αναρχικούς. Κάτι από αυτήν την περίοδο αιωρείται ακόμη στην ατμόσφαιρα» μας λέει. Η ομάδα του ερευνά τις οικολογικές αδικίες στον πλανήτη μας, όπως την άνιση πρόσβαση στο νερό και τις επιπτώσεις που προκαλεί στον υπόλοιπο κόσμο η υπερκατανάλωση της Δύσης. «Από την Αθήνα λείπουν οι ελεύθεροι χώροι, τα φεστιβάλ και οι γιορτές στους δρόμους και στις πλατείες, στοιχεία που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά. Ο μέσος Ελληνας είναι σήμερα τέσσερις φορές πιο πλούσιος από το 1980. Είναι έστω και λίγο πιο ευτυχισμένος;».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 520, σελ. 30-35, 3/10/2010.