Σχεδόν δύο χρόνια μετά τις εκλογές που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ και ενώ οι πληγές του Ιράκ και του Αφγανιστάν παραμένουν ακόμη ανοιχτές, ένας διπλωμάτης με ελληνική καταγωγή, ο Αντριου Νάτσιος, δέχεται να μας ξεναγήσει στους δαιδάλους της αμερικανικής δημόσιας σκηνής.

Για να ρίξει κανείς μια διακριτική ματιά πίσω από τις κουίντες της πολιτικής σκηνής δεν είναι απαραίτητο να απευθυνθεί σε κάποιον εν ενεργεία ή εν αποστρατεία αρχηγό κράτους. Με μακρά θητεία στην πολιτειακή Βουλή των Αντιπροσώπων της Μασαχουσέτης ως στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, έχοντας διατελέσει υπουργός Διοίκησης και Οικονομικών της Πολιτείας, διοικητής της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID), ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στο Σουδάν, νυν διακεκριμένος καθηγητής Πρακτικής της Διπλωματίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον, ο ελληνικής καταγωγής Αντριου Νάτσιος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να υποδείξει τρόπους σκέψης, αντιλήψεις και νοοτροπίες της αμερικανικής πολιτικής και διπλωματικής σχολής σήμερα. Τον συναντήσαμε σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, όπου βρέθηκε ως προσκεκλημένος του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και δέχθηκε πρόθυμα να συζητήσουμε για θέματα όπως η ανοικοδόμηση του Ιράκ, η οικονομική κρίση και οι ενδιάμεσες εκλογές του φθινοπώρου στις ΗΠΑ.

Κοιτάζοντας το πλούσιο βιογραφικό σας, σκέφτομαι ότι ίσως η δυσκολότερη αποστολή που αναλάβατε δεν ήταν εκείνη του ειδικού απεσταλμένου στο Σουδάν ή η διεύθυνση της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID), αλλά μια πολύ πιο ταπεινή θέση – εκείνη της Αρχής Αυτοκινητοδρόμων της Πολιτείας της Μασαχουσέτης…
«Εχετε δίκιο, ήταν όντως η πιο δύσκολη θέση από την οποία πέρασα. Κυρίως επειδή η ανάληψή της έγινε απροειδοποίητα, τον Απρίλιο του 2000. Το ζήτημα ήταν ότι η περίπτωση της λεγόμενης “Μεγάλης ανασκαφής” στη Βοστώνη, της αναδιάταξης και βύθισης των κυριότερων οδικών αρτηριών της πόλης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε προκαλέσει ένα τεράστιο σκάνδαλο υπέρβασης κόστους, της τάξεως των 1,2 δισ. δολαρίων κατά τη “WallStreetJournal”, το οποίο τροφοδοτούσε πρωτοσέλιδα για έναν ολόκληρο μήνα. Εκείνη την εποχή ήμουν πολιτειακός υπουργός Οικονομικών της Μασαχουσέτης και κυβερνήτης ήταν ο καλύτερός μου φίλος, με τον οποίο είχαμε μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Συναντηθήκαμε Παρασκευή και είχε προθεσμία ως την Τρίτη για να αποφασίσει αν θα απέλυε τον προκάτοχό μου, επίσης Ελληνοαμερικανό, και να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του. Του είπα λοιπόν ότι, αν όντως σκόπευε να τον απολύσει, μπορούσα να του συστήσω εκείνη τη στιγμή τους πέντε καλύτερους μηχανικούς που θα ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν άμεσα την ολοκλήρωση του έργου. Δήλωσε ότι δεν σκεφτόταν να τον απολύσει: “Αν αποφασίσω να τον απολύσω όμως, δεν θέλω τεχνικούς, θα διορίσω εσένα”. Το πρωί της Δευτέρας, λοιπόν, μου τηλεφωνεί και μου λέει “άλλαξα γνώμη τελικά, τον απολύω και αναλαμβάνεις εσύ”. Είχα στη διάθεσή μου μόλις 24 ώρες για να ενημερωθώ, κάθε ημέρα είχαμε και μια νέα κρίση – χρειάστηκε τελικά να απολύσω αρκετούς από τους υψηλότερα ιστάμενους και να φέρω εξωτερικούς εκτιμητές για να υπολογίσουν εκ νέου το κόστος των υπερβάσεων, το οποίο κυμάνθηκε στα 2,4 δισ. δολάρια – διπλάσιο από εκείνο που νομίζαμε».

Ηταν απλώς θέμα υπερβάσεων ή διαπιστώσατε και κρούσματα διαφθοράς;
«Κοιτάξτε, η αναδιάταξη του οδικού συστήματος στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Βοστώνη δεν μπορεί παρά να αποβεί αμφιλεγόμενη, εδώ που τα λέμε. Πρόκειται για την αρχαιότερη πόλη της χώρας, ιδρύθηκε το 1630, μπορείτε να φανταστείτε λοιπόν τις δυσκολίες. Δαπανήθηκαν πολλά χρήματα για διάφορα μη αναμενόμενα ζητήματα που προέκυψαν και χρειάστηκε μία δεκαετία για να ολοκληρωθεί το έργο. Διαφθορά πάντως δεν διαπιστώθηκε. Ερευνες διενεργούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών από πράκτορες του FBI. Οπότε, το πρόβλημα δεν ήταν θέμα διαφθοράς αλλά λανθασμένης εκτίμησης των πολιτικών, οι οποίοι ανταποκρίνονταν στα αιτήματα διάφορων ομάδων πίεσης: του συνδικάτου των αστυνομικών, για παράδειγμα, που απαίτησε αυξήσεις μισθών, ή των περιβαλλοντικών οργανώσεων που ζητούσαν τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος. Οι ομάδες συμφερόντων αποτελούν, για μένα, την ασθένεια της δημοκρατίας».

Διατελέσατε διοικητής της USAID, της κυβερνητικής υπηρεσίας παροχής βοήθειας σε ξένες χώρες, την εποχή που ο κυριότερος αποδέκτης ήταν το Ιράκ. Πιστεύετε ότι τα αποτελέσματα ήταν θετικά;
«Η κατάσταση στο Ιράκ θυμίζει την Ουκρανία ή την Πολωνία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης: μια σύγχρονη κοινωνία μεν, τραυματισμένη δε. Στο Ιράκ υπήρχε εκπαιδευτικό δίκτυο, υπάρχουν υποδομές, υπάρχει το πετρέλαιο. Το πρόβλημα της χώρας ήταν ο Σαντάμ Χουσεΐν, μια εξαιρετικά κακόβουλη προσωπικότητα, που είχε δολοφονήσει χιλιάδες ιρακινούς πολίτες. Νομίζω ότι δαπανήσαμε πολλά χρήματα για την ανοικοδόμηση του Ιράκ σε υποδομές όπως εκείνες των συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής και υδροδότησης, ενώ θα έπρεπε να φροντίσουμε περισσότερο τους θεσμούς, τα πανεπιστήμια και τη συγκρότηση της δημοκρατίας. Τη στιγμή που μιλάμε, πιστεύω ότι η δημοκρατία στο Ιράκ έχει αρχίσει να λειτουργεί. Εγιναν εκλογές, δεν υπήρξε κυβέρνηση πλειοψηφίας, χρειάστηκε να συμφωνήσουν διαφορετικά κόμματα μεταξύ τους, κάτι που θεωρώ θετικό – το Ιράκ ίσως και να αποτελεί τη μοναδική αραβική δημοκρατία που λειτουργεί. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς να κρίνει κανείς, θα ξέρουμε σε μια εικοσαετία αν το πείραμα πέτυχε ή όχι. Από την προσωπική μου εμπειρία, θα πω ότι και το θέλουν πολύ και διαθέτουν και το κίνητρο – αμφότεροι σημαντικότατοι παράγοντες για την επιτυχία μιας χώρας».

Να υποθέσω ότι θεωρείτε πως οι εθνοτικές και θρησκευτικές αντιθέσεις μεταξύ των πολιτών θα εκλείψουν μελλοντικά…
«Αυτό είναι και το πιο δύσκολο ζήτημα. Οι σουνίτες αποτελούν το 20% του πληθυσμού, οι σιίτες το 55%, οι Κούρδοι το 17% και άλλο ένα 5% είναι χριστιανοί, νεστοριανοί και Τουρκμένοι. Η βασική αντίθεση είναι μεταξύ σουνιτών και σιιτών, μουσουλμάνων που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Ο Σαντάμ ανήκε στους σουνίτες και είχε δολοφονήσει δεκάδες χιλιάδες σιίτες το 1991 μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Εξαιτίας της βίας που έχει προηγηθεί λοιπόν υπάρχουν συσσωρευμένα μίση. Πιστεύω ότι βρίσκονται στη διαδικασία της εκμάθησης του πώς να συνεννοούνται και ότι θα χρειαστεί ακόμη χρόνος για κάτι τέτοιο. Οι σιίτες θεωρούσαν ότι ως πλειονότητα θα έπρεπε να κυριαρχούν, αλλά τους είπαμε “όχι, οι μειονότητες έχουν και αυτές δικαιώματα και οφείλετε να τα σεβαστείτε”. Στην αρχή δεν το κατανοούσαν: “Νομίζαμε ότι στις ΗΠΑ και στη Δύση ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας, όποιος έχει το 55% κυβερνά”. Ναι, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπόψη και τους υπόλοιπους. Νομίζω λοιπόν ότι πλέον έχουν αρχίσει να κατανοούν πώς λειτουργεί αυτό. Μετά δυσκολίας, αλλά το κατανοούν».

Πώς διασφαλίζει κανείς ότι η χορηγούμενη βοήθεια από κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις καταλήγει στα σωστά χέρια;
«Δύσκολο ζήτημα, πράγματι. Αποτελεί το αντικείμενο του μαθήματος που διδάσκω στο Πανεπιστήμιο του Τζορτζτάουν και το θέμα ενός βιβλίου που γράφω αυτήν την περίοδο. Μία ιδέα είναι να λειτουργήσει κανείς μέσω της κυβέρνησης ενός κράτους, όπως έπραξε η USAID στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Η ελληνική κυβέρνηση τότε διέθετε την απαιτούμενη γραφειοκρατική και οργανωτική εξειδίκευση ώστε να κατανείμει τη βοήθεια. Κάποιες άλλες χώρες όμως δεν τη διαθέτουν, ενώ παράλληλα μαστίζονται από υψηλά επίπεδα διαφθοράς, επομένως υφίσταται ο κίνδυνος της υπεξαίρεσης. Η εναλλακτική λύση εδώ είναι να προσφύγει κανείς στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών – ωστόσο και εκείνοι απευθύνονται στις κατά τόπους κυβερνήσεις. Από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν λοιπόν, η USAID ακολούθησε ένα διαφορετικό μοντέλο, προσεγγίζοντας μη κυβερνητικές οργανώσεις, ιδιωτικούς φορείς και ακαδημαϊκά ιδρύματα. Ουσιαστικά λοιπόν το ερώτημα είναι σε ποια χώρα βρισκόμαστε, σε ποιο στάδιο ανάπτυξης βρίσκεται και ποιος μηχανισμός από τους παραπάνω αρμόζει σε κάθε περίπτωση. Πάντοτε όμως αναδεικνύονται προβλήματα στην εφαρμογή, καθώς στις φτωχές χώρες είθισται οι θεσμοί να είναι αδύναμοι».

Υπήρξατε στο παρελθόν ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο Νταρφούρ και στο Σουδάν για έναν χρόνο. Θεωρείτε ότι η κατάσταση εκεί είναι βελτιωμένη; Πιστεύετε ότι η χώρα βαίνει προς σταθεροποίηση;
«Η αλήθεια είναι ότι φοβόμασταν πως οι πρόσφατες εκλογές στο Σουδάν ίσως να αποσταθεροποιούσαν ξανά τη χώρα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Οχι ότι επρόκειτο για αυτό που θα ονομάζαμε “δημοκρατικές εκλογές”, υπήρξαν πολλές παραβάσεις, τουλάχιστον όμως δεν είχαμε περιστατικά γενικευμένης βίας. Πιστεύω ότι η κατάσταση στο Νταρφούρ είναι διαφορετική από ό,τι νομίζει ο κόσμος. Στις ΗΠΑ υπάρχουν μη κυβερνητικές οργανώσεις που διατείνονται ότι η γενοκτονία συνεχίζεται, και αυτό δεν αληθεύει. Η γενοκτονία και οι θηριωδίες σε μαζική έκταση συνέβησαν την περίοδο 2003-2004. Στο τέλος του 2004 είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά 2.700 χωριά, πολλοί είχαν καταφύγει σε στρατόπεδα προσφύγων και σε εκείνο το σημείο οι συγκρούσεις μεταβλήθηκαν σε πόλεμο χαμηλής έντασης. Καθώς παρόμοιοι πόλεμοι παύουν ουσιαστικά να αναφέρονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το κοινό νομίζει ότι οι θηριωδίες συνεχίζονται, ενώ αυτό δεν ισχύει πια.

Προσωπικά, όσον αφορά το Σουδάν, ανησυχώ λιγότερο για το Νταρφούρ από ό,τι για τις νότιες περιοχές. Σύμφωνα με τη Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία που υπεγράφη το 2005 μεταξύ Βορρά και Νότου, τον Ιανουάριο του 2011 θα διεξαχθεί εκεί δημοψήφισμα με θέμα την ανεξαρτησία της χώρας. Νομίζω ότι το ποσοστό υπέρ της απόσχισης θα είναι συντριπτικό, της τάξεως του 90%, μια και ο χριστιανικός Νότος δεν επιθυμεί πλέον να συμβιώνει με τον μουσουλμανικό Βορρά. Καθώς ο ορυκτός πλούτος της χώρας και το πετρέλαιο βρίσκονται στον Νότο, κάποιες πηγές υποστηρίζουν ότι ο Βορράς δεν θα δεχθεί τέτοιο αποτέλεσμα. Αν μάλιστα επιχειρήσουν να εμποδίσουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, νομίζω ότι όχι μόνο θα υπάρξει πόλεμος αλλά και ότι θα είναι εξαιρετικά αιματηρός».

Ενίοτε οι κυβερνήσεις κατηγορούνται ότι αγνοούν παρόμοιες ανθρωπιστικές κρίσεις έως ότου είναι πολύ αργά για αποτελεσματικές παρεμβάσεις.
«Δύσκολα βρίσκει κανείς την πολιτική βούληση να σταματήσει κάτι που δεν έχει ακόμη συμβεί. Δείτε την κατάσταση που επικρατεί στην Κορέα τους τελευταίους μήνες: θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο. Για τη Βόρεια Κορέα κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, μια και ήδη οι πολίτες της μαστίζονται από λιμό. Ενας πόλεμος τώρα θα σήμαινε την κατάρρευση της κυβέρνησης και τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών. Τι κάνει κανείς σε αυτήν την περίπτωση; Μπορεί να προσφύγει στη διπλωματία, στη στρατιωτική ισχύ, στα Ηνωμένα Εθνη, στην Κίνα, για να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Μερικές φορές όμως κάποια πράγματα βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό σου. Στην περίπτωση του Νταρφούρ μάλιστα η ανθρωπιστική παρέμβαση ξεκίνησε πολύ νωρίς, στις αρχές του 2004 ήδη. Ο πόλεμος βέβαια ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, αν και εκεί έγινε προσπάθεια: ο πρόεδρος Μπους τηλεφώνησε στον πρόεδρο Ομάρ αλ-Μπασίρ και του ζήτησε να σταματήσουν οι βιαιότητες, αλλά εκείνος τον αγνόησε».

Μια και αναφερθήκαμε στον πρώην πρόεδρο Μπους, το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε πολωτική προσωπικότητα έβλαψε το κύρος των ΗΠΑ στο εξωτερικό;
«Νομίζω πως αν δει κανείς τις δημοσκοπήσεις, όχι όσα λέγονταν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο πρόεδρος Μπους δεν ήταν τόσο αντιδημοφιλής. Στην Αφρική, για παράδειγμα, συγκέντρωνε ποσοστά της τάξεως του 60%-80%. Επί προεδρίας του οι σχέσεις με την Ινδία ήταν εξαιρετικές, επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα. Οι σχέσεις με την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδονησία ήταν εξίσου καλές και γενικότερα στην Ασία ο πρόεδρος Μπους υπήρξε δημοφιλής. Το πρόβλημά του ήταν με τους συμμάχους μας, τον Καναδά και την Ευρώπη, αλλά και τον αραβικό κόσμο. Οι Ευρωπαίοι είναι συνηθισμένοι να τους συμβουλεύονται οι ΗΠΑ και καθώς δεν επιτύχαμε να τους πείσουμε να συνεργαστούν μαζί μας στο Ιράκ, με εξαίρεση τη Βρετανία, προέκυψε ένα χάσμα, ιδίως με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις σκανδιναβικές χώρες. Στην Ανατολική Ευρώπη, πάλι, ο Μπους ήταν δημοφιλής. Θα έλεγα λοιπόν ότι ήταν θέμα χώρας».

Ηταν και ζήτημα πολιτισμικών διαφορών;
«Κάποιοι το θέτουν έτσι, αλλά δεν θα το έλεγα, όχι. Νομίζω ότι οι χώρες συμπεριφέρονται ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Αντιαμερικανισμός υπήρχε στην Ευρώπη και επί προέδρου Κλίντον. Ετυχε να βρεθώ σε μια συνάντηση στελεχών της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 1997 όπου οι συνάδελφοί μου δεν αντιλήφθηκαν ότι ήμουν Αμερικανός και, αναπάντεχα για μένα, άκουγα διάφορα σχόλια τέτοιου είδους. Και σκεφτείτε ότι ο Κλίντον ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ευρώπη! Αντιθέσεις όμως υπάρχουν και σήμερα – ο Τύπος ανέφερε ότι ο πρόεδρος Ομπάμα δεν τα πήγε καλά με την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, αλλά διαφωνίες διαπιστώθηκαν στις συναντήσεις του με τον Νικολά Σαρκοζί και τον τότε βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν. Θα πρόσθετα όμως το εξής: Θα θυμάστε, φαντάζομαι, ότι εκείνος που έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού μεταξύ των Ευρωπαίων ήταν ο πρόεδρος Μπους ο πρεσβύτερος. Γιατί; Γιατί είχε μακρά προϋπηρεσία στη διπλωματική σκηνή. Οι πρόεδροί μας, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, ο Μπιλ Κλίντον, προέρχονται πλέον από το πολιτειακό επίπεδο πολιτικής, όχι το εθνικό – ακόμη και ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν γερουσιαστής μόλις για λίγα χρόνια, προηγουμένως είχε θητεύσει και αυτός κυρίως σε πολιτειακά αξιώματα. Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής εμπειρία τους είναι περιορισμένη».

Πώς βλέπετε τις προοπτικές των πολιτικών κομμάτων στις ΗΠΑ στο πλαίσιο των ενδιαμέσων εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου;
«Αν και είναι δύσκολο ακόμη να προβλέψει κανείς με ακρίβεια, θεωρώ ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν σημαντικές πιθανότητες να ανακτήσουν τόσο τη Βουλή όσο και τη Γερουσία. Και ο λόγος που το λέω αυτό είναι επειδή διακρίνω ακόμη και μεταξύ των κεντρώων και των ανεξάρτητων ψηφοφόρων ιδιαίτερη ανησυχία για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Σε επίπεδο ποσοστού του χρέους σε σχέση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, το έλλειμμα βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεσαία τάξη στην Αμερική βρίσκεται σε αναβρασμό και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη μεγαλύτερη δυσφορία εδώ και δεκαετίες απέναντι σε όσους κατέχουν κρατικά αξιώματα – και από τα δύο κόμματα».

Η ύφεση της αμερικανικής οικονομίας είναι στο τέλος της πιστεύετε;
«Οχι, δεν έχει λήξει ακόμη. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί αποτελούν ημίμετρα. Βλέπετε, το πρόβλημα των δυτικών δημοκρατιών είναι ότι από τη στιγμή που καθιερώνεται μια πρόσοδος για κάποια πληθυσμιακή ομάδα είναι πολύ δύσκολο να καταργηθεί – το βλέπετε και στην Ελλάδα, αλλά ισχύει παντού. Στις ΗΠΑ το κοινό αντιδρά έντονα απέναντι σε περικοπές επιδομάτων – όχι μόνο αυτό, αλλά αντιπαθούν και τη φορολογία! Ο συνδυασμός υψηλών επιδομάτων και μειωμένης φορολογίας είναι παράλογος και οδηγεί νομοτελειακά σε ελλείμματα».

Ποια είναι η αίσθηση στο εσωτερικό της ελληνοαμερικανικής κοινότητας όσον αφορά την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα;
«Εντός της ελληνοαμερικανικής κοινότητας το κλίμα είναι διαφορετικό από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Εμείς παρακολουθούμε τις εξελίξεις και γνωρίζουμε ότι η Αθήνα δεν καίγεται – έφαγα τις προάλλες στο Σύνταγμα, δίπλα μου εξελισσόταν μια μικρή διαδήλωση ομαλά και καθόλου βίαια. Ο μέσος αμερικανός πολίτης έχει μείνει στα επεισόδια του Μαΐου, τα οποία στοίχισαν τη ζωή σε τρεις ανθρώπους. Γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο επεισόδιο, για το οποίο όλοι στην Ελλάδα, ακόμη και οι εξτρεμιστές, εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους. Υπάρχει κάποια ανησυχία, όχι για τη βία, αλλά για τις οικονομικές επιπτώσεις. Το ερώτημα είναι αν ο Πρωθυπουργός, ο κύριος Παπανδρέου, θα επιτύχει να περάσει τις μεταρρυθμίσεις από το Κοινοβούλιο και αν οι περικοπές θα επιφέρουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα. Κανονικά, σε περίοδο ύφεσης αποφεύγονται οι περικοπές δαπανών. Η μόνη περίπτωση περικοπών κατά τη διάρκεια ύφεσης είναι επί διακυβέρνησης της Βρετανίας από τη Μάργκαρετ Θάτσερ, και η ευημερία που γνώρισε η χώρα τις δύο επόμενες δεκαετίες είναι αποτέλεσμα εκείνων των οδυνηρών επιλογών. Αν η Ελλάδα επιτύχει τις μεταρρυθμίσεις, είναι πολύ πιθανόν ότι σε δέκα ή είκοσι χρόνια η χώρα θα ευημερεί. Χωρίς οδυνηρές επιλογές ωστόσο δεν επιτυγχάνεται και ευημερία».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 514, σελ. 20-23, 22/08/2010.