Καθώς η αγορά αναμένει πτώση 65%70% στα τραπεζικά κέρδη του δευτέρου τριμήνου που ανακοινώνονται τις επόμενες ημέρες, οι φήμες για νέο γύρο εξαγορών και συγχωνεύσεων εντάθηκαν και πάλι, αν και παράγοντες της τραπεζικής αγοράς θεωρούν πως το να διατηρούνται μειωμένες οι προσδοκίες είναι μάλλον πιο συνετό στην παρούσα φάση. Το momentum (δυναμική) που δημιούργησε η προσφορά της Πειραιώς για ΑΤΕ και ΤΤ και οδήγησε σε υπεραπόδοση των τραπεζών δεν είχε συνέχεια και είναι πρώιμη μια αποτίμηση των συνεργειών από τα πιθανά deals, αναφέρει η Εurobank Χρηματιστηριακή. Η Citigroup, από την πλευρά της, αναφορικά με τις εξαγορές και συγχωνεύσεις εκτιμά ότι η σεναριολογία θα κορυφωθεί το φθινόπωρο, ενώ καθώς οι μετοχές θα εμφανίσουν μεταβλητότητα, οι επενδυτές θα πρέπει μάλλον να είναι προετοιμασμένοι για αποτιμήσεις που δεν θα αντανακλούν απαραίτητα τα θεμελιώδη μεγέθη. Σε δημοσίευμά του πάλι χθες το πρακτορείο Βloomberg «βλέπει» αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις προς τις ελληνικές τράπεζες για συγχωνεύσεις, καθώς τα αποτελέσματά τους για το β΄ τρίμηνο ενδεχομένως να δείξουν «βουτιά» λόγω των υψηλών επισφαλειών και της επιδεινούμενης ποιότητας του ενεργητικού τους.

Οπως σημειωνόταν βάση των εκτιμήσεων των αναλυτών, αν και οι συγχωνεύσεις δεν δίνουν οριστική απάντηση στο πρόβλημα ρευστότητας, πιστωτικού κινδύνου και στον κίνδυνο χώρας, μπορούν να συμβάλουν ώστε να μειωθεί ο ανταγωνισμός στις καταθέσεις και να μειώσουν τα κόστη, με αποτέλεσμα να αποβούν τελικά συνολικά επωφελείς. Πάντως εκτιμούσαν ότι είναι μάλλον απίθανο να εκδηλώσουν ενδιαφέρον εξαγοράς ξένες τράπεζες για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, λόγω του κινδύνου χώρας και των πιέσεων στην κερδοφορία. Οι συγχωνεύσεις μεταξύ μεγάλων «παικτών» είναι πιο πιθανές, αλλά μόνο στον βαθμό που το επιτρέπουν και οι συνθήκες στην αγορά.

Για την UΒS πάντως η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ και η επιδεινούμενη ποιότητα παγίων ενεργητικού θα έχει ως αποτέλεσμα συγχωνεύσεις και κεφαλαιακές «ενέσεις», ενώ για την Credit Suisse η συγκέντρωση του κλάδου είναι πιο μακρινή σε σχέση με αυτό που πιστεύει η αγορά καθώς «καμία από τις τράπεζες δεν δέχεται ακόμη πιέσεις να πουλήσει».

Για τη Μerrill Lynch, πάλι, δεν αναμένεται ούτε τα αποτελέσματα του β΄ τριμήνου των ελληνικών τραπεζών που ανακοινώνονται οσονούπω να αποτελέσουν τον καταλύτη για τον κλάδο, σημειώνοντας ότι μεγαλύτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στις προοπτικές τους.

Σύμφωνα με κορυφαία τραπεζικά στελέχη πάντως, το τραπεζικό ρίσκο στην Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει ώσπου να ξε καθαρίσει ή καλύτερα να τεθεί υπό έλεγχο το ρίσκο χρέους της χώρας μας. Βέβαια καθώς το περιβάλλον είναι ρευστό και συνεχώς μεταβαλλόμενο, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς θα διαμορφωθεί μελλοντικά το τοπίο στον κλάδο. Τα δεδομένα εξάλλου διαθέτουν τη δική τους δυναμική. Αν, π.χ., τα πράγματα πιεστούν περαιτέρω, ίσως τότε οι διοικήσεις των μεγάλων ελληνικών ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες σήμερα δεν φαίνονται έτοιμες για μεγάλους συμβιβασμούς, να «βάλουν νερό στο κρασί τους».

Το ομολογιακό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών θεωρείται εξάλλου αρκετά προβληματικό, την ώρα που το κόστος για την τοποθέτηση ομολογιών όσον αφορά την άντληση ρευστότητας από 1ης Ιανουαρίου 2011 στην ΕΚΤ θα αυξηθεί, ενώ η χρησιμοποίηση αυτών των κεφαλαίων για την εκταμίευση νέων δανείων θα είναι δυσκολότερη.

Ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξάλλου εκφράζονται επιφυλάξεις αναφορικά με την ποιότητα και την έκθεση των ομολογιακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών σε ριψοκίνδυνες αξίες, ενώ αυξάνουν οι φωνές μέσα στην ΕΕ που θέλουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες να υποβάλλονται συχνότερα σε stress tests προκειμένου να τονωθεί η εμπιστοσύνη στον κλάδο.

Καλύτερο το δεύτερο από το πρώτο τρίμηνο
Κάμψη σε ετήσια βάση και άνοδο σε τριμηνιαία βάση εκτιμά ότι θα εμφανίσουν στο σύνολό τους τα κέρδη έξι ελληνικών τραπεζών στο β΄ τρίμηνο του 2010 η ΗSΒC. Ειδικότερα προβλέπει ότι τα καθαρά κέρδη των Εθνικής Τράπεζας, Εurobank, Αlpha Βank, Τράπεζας Πειραιώς, Τράπεζας Κύπρου και Μarfin Βank θα διαμορφωθούν, στο σύνολό τους, στα 210 εκατ. ευρώ στο β΄ τρίμηνο, καταγράφοντας πτώση 74% σε σχέση με τα 819 εκατ. ευρώ του β΄ τριμήνου της προηγούμενης χρονιάς και αύξηση 34% σε σχέση με τα 157 εκατ. ευρώ του α΄ τριμήνου του έτους. Οι πιέσεις στα καταθετικά spreads εκτιμάται ότι αυξήθηκαν σημαντικά στο β΄ τρίμηνο λόγω της άνευ προηγουμένου έλλειψης ρευστότητας και σε συνδυασμό με τις εκροές καταθέσεων και τη συνεχιζόμενη δυσλειτουργία στη διατραπεζική αγορά.

Η τάση επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών αναμένεται, όπως εκτιμά η Εurobank Χρηματιστηριακή, να διατηρηθεί με τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και να παραμένει στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν στο α΄ τρίμηνο, ενώ η τάση στις επισφάλειες ενδέχεται να διατηρηθεί καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους.