«Τι κάθονται και τον κοιτάνε;», «Ας κάνουν “ντου” επιτέλους!».«Τι περιμένουν, να σκοτώσει κανέναν;» , «Αμάν πια με αυτήν την εγκληματικότητα!». Αναστατωμένοι οι περίοικοι και οι έμποροι που διατηρούν καταστήματα στην περιοχή του Βρυώνη στον Πειραιά. Η ώρα κόντευε 13.30 και ο ληστής που βρισκόταν ταμπουρωμένος στην Εθνική Τράπεζα κρατώντας τους τελευταίους τέσσερις ομήρους μόλις είχε πυροβολήσει τέσσερις φορές στον αέρα για εκφοβισμό. Η εγκληματικότητα ήταν το Νο 1 θέμα συζήτησης στα «πηγαδάκια». «Δεν είμαστε ήσυχοι στα μαγαζιά μας, δεν είμαστε ήσυχοι στα σπίτια μας. Φοβόμαστε να περπατήσουμε στον δρόμο» λέει στο «Βήμα» ο συνταξιούχος κ. Δημήτρης Π.
Οι συγγενείς των ομήρων αναστατωμένοι αναζητούσαν τους δικούς τους ελπίζοντας ότι βρίσκονταν ανάμεσα στους πρώτους οκτώ που είχε απελευθερώσει νωρίτερα ο ληστής, ο οποίος παρέμενε στην τράπεζα. Η κυρία Πόλυ Αλμπαντάκη, μητέρα ενός εκ των ομήρων, αναζητούσε απεγνωσμένα μια πληροφορία για τον γιο της, τον 22χρονο Ρωμανό. «Σπουδάζει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και εργάζεται ως εποχικός στην τράπεζα για μόλις τέσσερις μήνες. Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει!» έλεγε αναστατωμένη. Ομως ούτε μπόρεσε να ηρεμήσει ακόμη και όταν την πληροφόρησαν ότι ο γιος της δεν βρίσκεται μέσα στην τράπεζα αλλά δίνει κατάθεση μαζί με τους υπόλοιπους ομήρους που απελευθέρωσε ο ληστής. «Θέλω πρώτα να τον δω. Μόνο να τον δω να βεβαιωθώ ότι είναι καλά» επαναλάμβανε βουρκωμένη στον δρόμο προς το κτίριο της Ασφάλειας Πειραιά όπου βρισκόταν ο γιος της.
Ταραγμένη ήταν μετά την κατάθεσή της η 72χρονη κυρία Κυριακή Θηραίου, μία εκ των πρώτων ομήρων που απελευθέρωσε ο ληστής, η οποία είχε πάει στην τράπεζα για να πάρει τη σύνταξή της: «Βρισκόμουν στο ισόγειο της τράπεζας και καθόμουν στις καρέκλες περιμένοντας τη σειρά μου όταν άκουσα “ληστεία” και πυροβολισμούς.Γύρισα και είδα δύο άντρες με κουκούλες.Ο ένας έβγαλε ένα πιστόλι. Το έβαλε στον λαιμό του ταμία,του έδωσε μια σακούλα και του είπε:“Τα λεφτά!”.Εκείνος τα έβγαλε και του τα έδωσε. Ηταν 200.000 ευρώ. Ο ληστής τα είδε και φανερά εκνευρισμένος τού είπε:“Τόσα λίγα έχετε;”.
Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Φοβήθηκα!Μαζί με ορισμένους υπαλλήλους της τράπεζας τρέξαμεαπό την πρώτη στιγμή στον πρώτο όροφο για να σωθούμε. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου και ένας υπάλληλος μου το άρπαξε και το ΄κλεισε για να μη μας αντιληφθεί ο ληστής. Δεν τα καταφέραμε όμως. Μας κατάλαβε και μας ανάγκασε να κατεβούμε στο ισόγειο. Οι δύο συνεργοί του πρόλαβαν και έφυγαν. Σεκιούριτι δεν είχε το υποκατάστημα. Οι αστυνομικοί απέξω τού φώναζαν:“Ασε τον κόσμο να φύγει και θα τα βρούμε” και αυτός τους έλεγε:“Φύγετε για να φύγω κι εγώ”. Τελικά αποφάσισε να αφήσει μόνο τις γυναίκες να φύγουν.Ηταν όλες φοβισμένες, κάποιες έκλαιγαν και άλλες λιποθύμησαν μόλις βρέθηκαν έξω στον δρόμο.Ημουν τυχερή, βγήκα από τους πρώτουςαλλά ακόμη δεν έχω ηρεμήσει».