Ομοβροντία πυροβολισμών μέσα στο σχολείο και μετά μαθητές να τρέχουν πανικόβλητοι στον δρόμο. Η σκηνή επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια πανομοιότυπη σε διάφορες περιοχές του κόσμου- το 2009 για πρώτη φορά και στην Ελλάδα, στη Σχολή του ΟΑΕΔ στου Ρέντη. Τότε ένας σπουδαστής, ένα παιδί κλειστό, χωρίς φίλους και παρέες είχε πάει να σκοτώσει τους συμμαθητές του γιατί τους μισούσε. Ετσι έγραψε στο σημείωμα που άφησε. Τελικά τραυμάτισε μόνον έναν 20χρονο σπουδαστή και δύο εργάτες σε γειτονική οικοδομή προτού στρέψει το όπλο στον εαυτό του και αυτοκτονήσει.
Ο εφιάλτης των μαζικών δολοφονιών με ασήμαντη αφορμή- τουλάχιστον για όλους τους άλλους εκτός από τον δράστη – ξανάρθε στην Ελλάδα πριν από λίγες ημέρες, όταν ένας (μεσήλικος αυτή τη φορά)
60χρονος από τη Στυλίδα άρχισε να πυροβολεί όποιον έβλεπε μπροστά του γιατί ήταν εκτός εαυτού.
Οι επονομαζόμενοι «ενεργητικοί εκτελεστές» (active shooters, σύμφωνα με τη διεθνή αστυνομική ορολογία), οι άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι ένα πρωί από το πουθενά, χωρίς κανείς να το περιμένει ή να έχει καν διανοηθεί ότι μπορεί να μετατραπούν σε αδίστακτους δολοφόνους που σκορπούν χωρίς αιτία τον θάνατο, προβληματίζουν και τις ελληνικές αρχές ασφαλείας, οι οποίοι εξετάζουν για πρώτη φορά σοβαρά τη συγκρότηση ειδικής ομάδας εξουδετέρωσης τέτοιων δραστών, κατά τα πρότυπα υπηρεσιών του εξωτερικού.
Η «βόλτα θανάτου» του 60χρονου στη Φθιώτιδα έδειξε την αδυναμία της Αστυνομίας να αντιμετωπίσει έγκαιρα τέτοιου είδους δολοφονικά αμόκ. Αποτέλεσμα; Οι δράστες να κυκλοφορούν ανενόχλητοι για ώρα, ελεύθεροι να σκοτώνουν ή να τραυματίζουν πολύ περισσότερους ανθρώπους. Το κύριο πρόβλημα που καταγράφεται είναι ότι οι αστυνομικοί που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε πρώτη φάση το περιστατικό είναι άπειροι και αιφνιδιάζονται. Χάνεται έτσι πολύτιμος χρόνος. Και η αιματοχυσία συνεχίζεται ωσότου αναλάβουν δράση οι ειδικές δυνάμεις. Ετσι, έχοντας απόλυτη ελευθερία δράσης, ο 60χρονος στη Στυλίδα πρόλαβε να σκοτώσει δύο άτομα, να τραυματίσει σοβαρά άλλα δύο και να επιτεθεί σε έξι ακόμη ανθρώπους μέχρις ότου φτάσουν οι ενισχύσεις από τη Λαμία και την Αθήνα.
Σε ειδική μελέτη που συνέταξαν προ μερικών ημερών ειδικά εκπαιδευμένοι αξιωματικοί του Λιμενικού αναλύεται διεξοδικά το ιστορικό και ο τρόπος δράσης τέτοιου είδους δραστών και ζητείται η εκπαίδευση ειδικών ομάδων αστυνομικών με τον φόβο ότι αυτά τα περιστατικά θα αυξηθούν το επόμενο χρονικό διάστημα λόγω κυρίως της οικονομικής κρίσης. «Οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων, η πίεση σε εργασιακούς χώρους, το κοινωνικό μίσος που μπορεί να υποβόσκει σε συνδυασμό με την ιδιορρυθμία πολλών ατόμων μπορεί να πολλαπλασιάσει αυτά τα περιστατικά» προειδοποιεί μιλώντας στο «Βήμα» ο δικηγόρος, τέως νομικός σύμβουλος επί επιχειρησιακών θεμάτων του Λιμενικού Σώματος κ. Γιώργος Κ. Μαρής. Οπως εξηγεί «πρόκειται για τυφλές,δυσεξήγητες αιματηρές επιθέσεις από ανθρώπους της διπλανής πόρτας που ψάχνουν μόνο την εκδίκηση και είναι έτοιμοι να σκοτώσουν και να πεθάνουν μόλις τελειώσουν τα πυρομαχικά τους. Χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου η λήψη μέτρων αυτοπροστασίας».
Σε αυτές τις συνθήκες προετοιμάζεται από τις αρχές ασφαλείας η αλλαγή των κανονισμών, αλλά και της εκπαίδευσης αστυνομικών, λιμενικών και φρουρών ασφαλείας για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους περιστατικών, ώστε να επιχειρείται η άμεση εξουδετέρωση του δράστη, κυρίως με χρήση όπλων και με βάση την ισχύουσα νομοθεσία που «επιτρέπει τους πυροβολισμούς για την άμυνα τρίτων προσώπων».
Η τακτική που εφαρμόζεται ως τώρα από αστυνομικούς τοπικών υπηρεσιών που σπεύδουν επί τόπου είναι εσφαλμένη, αναφέρουν οι ειδικοί. Εφαρμόζοντας τους υπάρχοντες κανονισμούς θα ασχοληθούν με την… προσωπική τους ασφάλεια, θα προσπαθήσουν να απομονώσουν τον χώρο και θα περιμένουν τις ενισχύσεις. Αλλά «οι προτεραιότητες αυτές στην περίπτωση του “ενεργητικού εκτελεστή” οδηγούν σε καθυστέρηση της εξουδετέρωσης του δράστη και συνεπώς στη δραματική αύξηση του αριθμού των θυμάτων».
Οι αξιωματικοί του Λιμενικού που συνέταξαν τη σχετική μελέτη εκπαιδεύτηκαν από αμερικανική υπηρεσία ασφαλείας στην αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών σε συνθήκες «χαμηλού φωτισμού», όπως ονομάζονται. Τον ρόλο των «ενεργητικών εκτελεστών» έπαιζαν κατά την εκπαίδευση φοιτητές δραματικών σχολών, ενώ στη διάρκεια της άσκησης χρησιμοποιήθηκαν πλαστικές σφαίρες που προκαλούσαν πόνο προκειμένου- όπως λένε οι αξιωματικοί- «να μαθαίνει το σώμα να πληρώνει τα λάθη».
Η συμπεριφορά των εκτελεστών είναι απρόβλεπτη. Τα περισσότερα από τα περιστατικά διαρκούν λιγότερο από 20 λεπτά. Οπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, αναφέρεται στην έκθεση « στις περισσότερες περιπτώσεις ο εκτελεστής σταμάτησε είτε γιατί αντιμετωπίστηκε από παρευρισκομένους είτε γιατί αυτοκτόνησε.Το προσωπικό ασφαλείας σε χώρους και εγκαταστάσεις, ακόμη και ένοπλο, ουδέποτε αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για τους δράστες».
Οι δράστες των μαζικών δολοφονιών
«Μισώ τους ανθρώπους και μου έλεγαν ότι είμαι ένας αποτυχημένος στο σχολείο» έγραψε στο σημείωμα που άφησε τον Νοέμβριο του 2006 ένας 18χρονος, ο οποίος πυροβόλησε και τραυμάτισε οκτώ άτομα μέσα στο σχολείο Geschwister στη Βόρεια Γερμανία. Ανάλογο και το ύφος ενός άλλου σημειώματος που άφησε τρία χρόνια αργότερα ο 19χρονος ομογενής από την Αμπχαζία που προκάλεσε τον τραυματισμό τριών ατόμων στο κτίριο του ΟΑΕΔ στου Ρέντη: « Είμαι εγωιστής. Θέλω να βάλω τέλος στη ζωή μου. Θα πάρω μαζί μου όποιον επιχειρήσει να με σταματήσει. Είμαι απογοητευμέ- νος από όλους. Δεν έχω κανέναν σεβασμό στη δική σας ζωή και στη δική μου». Και οι δύο νεαροί μετά τις πράξεις τους αυτοκτόνησαν. Ηταν κλειστοί, χωρίς φίλους, χωρίς κοινωνική ζωή, χωρίς παρέες. Οσο για την αφορμή μπορεί να φαντάζει παράλογη όπως και η πράξη. Ενας κακός βαθμός σε ένα διαγώνισμα στο σχολείο, ένα υποτιμητικό σχόλιο για την εμφάνιση ή τον χαρακτήρα, είτε ένας τσακωμός για τα χωράφια, όπως συνέβη πρόσφατα στη Φθιώτιδα.
Ο στόχος τους είναι ένας: η εκδίκηση. Τυφλωμένοι από το μίσος προς τα θύματά τους και έχοντας επηρεαστεί κυρίως από βιντεοπαιχνίδια και ταινίες δράσης καταφέρνουν και βρίσκουν τις πηγές από τις οποίες θα προμηθευτούν τα όπλα, στοιχείο που δείχνει ότι είναι αποφασισμένοι να φτάσουν ως το τέλος.
Οταν πηγαίνουν στον χώρο που θα «χτυπήσουν» φέρουν ένα ή περισσότερα ημιαυτόματα όπλα και μεγάλο αριθμό πυρομαχικών. Δεν διστάζουν να πυροβολήσουν όποιον τους σταθεί εμπόδιο. Δεν λογαριάζουν την ανθρώπινη ζωή. Σχεδόν ποτέ δεν παίρνουν ομήρους. Οι επιθέσεις κυρίως σε σχολεία δείχνουν πως οι δράστες, νεαρής ηλικίας, εισβάλλουν σε χώρους όπως τάξεις ή εστιατόρια (που υπάρχουν σε σχολεία στο εξωτερικό) και πυροβολούν αδιακρίτως.
Δεν σταματούν, εκτός αν τελειώσουν τα πυρομαχικά, κουραστούν ή αντιμετωπιστούν από το προσωπικό σωμάτων ασφαλείας. Ωστόσο στο «πρόγραμμά» τους δεν περιλαμβάνεται η παράδοση και αυτό φάνηκε στην Ερφούρτη της Γερμανίας τον Απρίλιο του 2002 όταν ο 19χρονος δράστης δεν δίστασε μέσα από το κτίριο του σχολείου όπου είχε σκοτώσει ήδη 16 άτομα να πυροβολήσει στο κεφάλι και να σκοτώσει έναν από τους αστυνομικούς που είχαν φτάσει στην περιοχή. Υστερα αυτοκτόνησε. Σύμφωνα με τα στοιχεία σχεδόν 9 στους 10 βάζουν τέλος στη ζωή τους μετά τις εκτελέσεις που έχουν κάνει.