«Ιδρώνουν» αυτό το καλοκαίρι οι δύο μεγάλες ανταγωνίστριες του τομέα κατασκευής αεροσκαφών, η ευρωπαϊκή Αirbus και η αμερικανική Βoeing, καθώς σκέπτονται για το αν θα αναβαθμίσουν τα πιο δημοφιλή μοντέλα τους με περισσότερο αποδοτικούς κινητήρες. Μια τέτοια κίνηση θα έδινε σαφώς νέα ώθηση στην παγκόσμια βιομηχανία αεροσκαφών τζετ, της οποίας ο ετήσιος τζίρος αποτιμάται σε 80 δισ. δολάρια. Μάλιστα κέρδη ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων κινδυνεύουν να «καούν», καθώς χρησιμοποιούνται για να αποκρούσουν τον αναπτυσσόμενο ανταγωνισμό από τον Καναδά, την Κίνα και τη Ρωσία.
Πίσω από τον ανταγωνισμό των κατασκευαστριών αεροσκαφών βρίσκεται ο κόσμος των ηγέτιδων εταιρειών κατασκευής κινητήρων για επιβατικά αεροσκάφη στενής ατράκτου (narrow body), όπως η βρετανική Rolls Royce, ο αμερικανικός όμιλος General Εlectric και Ρratt & Whitney και η γαλλική Safran, οι οποίες δίνουν τη μάχη της επόμενης φάσης της τεχνολογικής εξέλιξης.
Από την άλλη πλευρά, καθώς ο τομέας των αερομεταφορών αρχίζει να συνέρχεται από την ύφεση, οι μεγάλοι κατασκευαστές αεροπλάνων βρίσκονται υπό την πίεση τού να προμηθεύουν στις αεροπορικές εταιρείες αεροσκάφη πιο οικονομικά σε καύσιμα. Αλλά κάθε κατασκευάστρια θα πρέπει να κάνει τη μεταβολή αυτή με σύνεση, χωρίς να καταστρέψει την αξία μεταπώλησης των τζετ που ήδη βρίσκονται στην αγορά, καθώς ο έλεγχος της βιομηχανίας περνά σταθερά σε οικονομολόγους, γνωστοί και ως «πιλότοι της Wall Street» οι οποίοι και διευθύνουν όλες τις δραστηριότητες λίζινγκ.
Τα αεροσκάφη στενής ατράκτου αποτελούν σίγουρα σημαντική πηγή εσόδων για την Αirbus και την Βoeing.
Συνεπώς, οι επιπτώσεις μιας μεταβολής είναι αρκετά βαθιές, σύμφωνα με τους αναλυτές της αγοράς. Οποιαδήποτε βιαστική ενέργεια ή μια επιθετική πολιτική μεταβολής των παλαιών σχεδίων μπορεί να προκαλέσει εκτίναξη του κόστους των 4.200 αεροσκαφών, μικρών ή μεσαίων αποστάσεων, συνολικής αξίαςπερίπου 300 δισ. δολαρίων.
Α πό την άλλη πλευρά, αν καθυστερήσουν να κάνουν κάποια κίνηση σε σχέση με τον ανταγωνισμό θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να βρεθούν στο έλεος του επόμενου τεχνολογικού άλματος το οποίο αναμένεται μέσα στην επόμενη δεκαετία. Ως σήμερα οι δύο κατασκευάστριες εταιρείες έχουν αντισταθεί σθεναρά ακολουθώντας την πολιτική αλλαγής σχεδιασμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες πωλήσεις σε τζετ μικρών αποστάσεων, κάτι που έδωσε ζωή στη βιομηχανία των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους. Ταυτόχρονα όμως πιέζονται για να αμυνθούν υπέρ του «ολιγοπωλίου» τους καθώς νέες εταιρείες που μπαίνουν στον ανταγωνισμό έχουν αρχίσει να κάνουν αισθητή την εμφάνισή τους στα αεροσκάφη 100-200 θέσεων, όπως η Βombardierυποβοηθούμενη από κινητήρες που προσφέρουν σημαντική οικονομία σε καύσιμα. Η λύση που προτείνεται από τις ίδιες τις εταιρείες, την Αirbus και την Βoeing, είναι η μεταστροφή σε παρόμοιους νέους κινητήρες σε ήδη υπάρχοντα αεροσκάφη. Η τελική απόφαση στην πρόταση αυτή αναμένεται περί τα τέλη του τρέχοντος έτους. Σε περίπτωση που εφαρμοσθεί η λύση αυτή θα προσφέρει περαιτέρω οικονομία περί το 12%-15% από το 2015. Ακόμη, αναμένεται η οικονομία στα καύσιμα να είναι μεγαλύτερη και να φθάσει ακόμη και στο 30% στην περίοδο 2025-2027, όταν θα προχωρήσει πολύ η τεχνολογία των κινητήρων αεροσκαφών.
O λα τα παραπάνω αποτελούν μεγάλο «πονοκέφαλο» για την αγορά, καθώς ο διευθύνων σύμβουλος της Αirbus Τομ Εντερς φοβάται μια επανάληψη των κοστοβόρων καθυστερήσεων, όπως είχε συμβεί με τις κατασκευές και παραδόσεις των τύπων Α350 και Α380. Πάντως η εταιρεία φέρεται να είναι εκείνη που θα κάνει την πρώτη κίνηση, υπερασπιζόμενη τη σειρά Α320. Από την άλλη πλευρά, η Βoeing φαίνεται πιο επιφυλακτική καθώς οι τιμές μεταπώλησης της σειράς των 737 δεν έδειξαν να πέφτουν τόσο, όσο ανησυχούσε η εταιρεία, τη δεκαετία του 1990, όταν μετέβαλε για τελευταία φορά τα σχέδιά τους.