Oι αρνητικές ειδήσεις που ήλθαν την περασμένη εβδομάδα από το μέτωπο της απασχόλησης στις ΗΠΑ είχαν χθες θετική επίδραση στις αγορές κεφαλαίων. Διότι αν οι πρώτες αντιδράσεις- που σήκωσαν άλλωστε ένα κύμα ρευστοποιήσεων στη Wall Street και στις περισσότερες κεφαλαιαγορές του πλανήτη – συνδέονταν με το αίσθημα ανησυχίας για την πορεία ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας και ακριβέστερα με τη δυσκολία της αμερικανικής παραγωγικής μηχανής να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, οι δεύτερες αντιδράσεις- οι χθεσινές που αναζωπύρωσαν το επενδυτικό ενδιαφέρον- συνδέονταν με την προσδοκία αντίδρασης της Fed. Με την ελπίδα, δηλαδή, ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν θα παρακολουθεί με σταυρωμένα χέρια την αμερικανική οικονομία να καρκινοβατεί, αλλά θα παρέμβει για να την τονώσει.

Η προσδοκία αυτή έθρεψε χθες το ενδιαφέρον των επενδυτών για μετοχές, για δολάρια και για… εμπορεύματα (κυρίως χαλκό). Ο παγκόσμιος δείκτης ΜSCΙ (της Μorgan Stanley) που διαμορφώνεται από μετοχές εταιρειών εισηγμένων στα χρηματιστήρια 24 ανεπτυγμένων οικονομιών ενισχυόταν κατά 0,3% χθες το απόγευμα, όσο ενισχυόταν και ο Standard & Ρoor΄s 500 (ο δείκτης των 500 μεγαλύτερων σε κεφαλαιοποίηση εταιρειών του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης). Ο ΜSCΙ που αφορά τις αναδυόμενες αγορές ενισχυόταν κατά 0,6%. Την ίδια ώρα ο δείκτης Stoxx Εurope 600, που απεικονίζει την κατάσταση στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, ενισχυόταν κατά 1,4%. Το ευρώ υποχωρούσε έναντι των 13 από τα 16 περισσότερο «εμπορεύσιμα» νομίσματα του πλανήτη, ενώ στις αγορές εμπορευμάτων η τιμή του χαλκού ενισχυόταν κατά 0,3%.

«Τα νέα για την αμερικανική αγορά εργασίας δείχνουν το βάθος, την έκταση και τις ισχυρές αντιστάσεις της κρίσης αυτής…Δείχνουν τις δυσκολίες που έχουν οι οικονομίες για να ξεπεράσουν την κρίση… Την περασμένη εβδομάδα τα διαπιστώσαμε όλα αυτά και την εβδομάδα αυτή η Fed πιθανώς να ανακοινώσει νέες ποσοτικές διευκολύνσεις στην αγορά, πιθανώς να ρίξει περισσότερο χρήμα δηλαδή στην αγορά» έγραψε σε αναφορά του ο Τζιμ Ρέιντ, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Βank στο Λονδίνο. Δύο πρώην υπουργοί Οικονομικών των ΗΠΑ, πάντως, ο Πολ Ο΄ Νιλ της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους του νεότερου και ο Ρόμπερτ Ρούμπιν της κυβέρνησης Κλίντον (ο δεύτερος συνέδεσε μάλιστα το όνομά του με τη μεγάλη οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1990) εξέφρασαν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα νέων επικουρικών για την ανάκαμψη οικονομικών και νομισματικών μέτρων- είναι αλήθεια ότι η απομάκρυνση από την εξουσία απελευθερώνει. Μιλώντας στο CΝΝ οι δύο απόστρατοι πολιτικοί και νυν επιχειρηματικοί μάνατζερ υποστήριξαν ότι η αμερικανική οικονομία βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς και ότι ένα ακόμη πακέτο μέτρων δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα. Με την απαισιοδοξία των Ο΄ Νιλ και Ρούμπιν (και μάλιστα σε επίπεδο αγοράς και όχι οικονομίας) συντάσσεται και η Goldman Sachs. Η κορυφαία επενδυτική τράπεζα, στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ο Ρόμπερτ Ρούμπιν παρέσχε επί 26 έτη τις υπηρεσίες του προτού υπουργοποιηθεί από τον Κλίντον (μετά τη θητεία του μεταπήδησε στη Citigroup), αναθεώρησε επί το μετριοπαθέστερον τις προβλέψεις της για την εφετινή πορεία του S&Ρ 500 (προέβλεψε ότι ο δείκτης θα «κλείσει» την εφετινή χρονιά στις 1.200 και όχι στις 1.250 μονάδες), ενώ παράλληλα κατέβασε τον πήχη των προσδοκιών για τα εταιρικά κέρδη του 2011 λόγω «χαμηλότερων από τους αρχικώς αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης».