Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι υπό κατάρρευση. Τα δικαστήρια έχουν πνιγεί από εκκρεμείς υποθέσεις και βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία διεκπεραίωσής τους. Το χειρότερο είναι ότι ο αριθμός αυξάνεται καθημερινά, με αποτέλεσμα σε λίγο ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων στην Ελλάδα να συναγωνίζεται τον προσδόκιμο χρόνο ζωής των διαδίκων. Νομίζετε ότι υπερβάλλω; Τα στοιχεία από τα Διοικητικά Δικαστήρια της Αθήνας είναι τρομακτικά. Οι εκκρεμείς υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ξεπερνούν τις 149.000, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών τις 11.000 και στο Συμβούλιο της Επικρατείας τις 31.000. Καθένα από τα παραπάνω δικαστήρια διεκπεραιώνει κατ΄ έτος λιγότερες υποθέσεις από αυτές που εισάγονται, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να αυξάνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις και ο απαιτούμενος χρόνος εκδίκασης. Σήμερα μία διοικητική διαφορά χρειάζεται πάνω από 17 χρόνια για να εκδικασθεί από όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Του χρόνου θα χρειάζεται 20, σε πέντε χρόνια 30.

Δεν πρόκειται απλώς για συστηματική παραβίαση του εύλογου χρόνου που θέτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την

Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης χρειάζεται ριζική αναμόρφωση, καθώς σήμερα μία διοικητική διαφορά χρειάζεται περισσότερο από 17 χρόνια για να εκδικασθεί από όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας

εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά για αρνησιδικία ευρύτατης κλίμακας. Τα ελληνικά δικαστήρια κινδυνεύουν να παύσουν να αποτελούν τον θεσμό επίλυσης των διαφορών της κοινωνίας μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η κοινή γνώμη δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος. Πληροφορείται ότι οι δικαστές αντιδρούν σε κάθε πραγματική ή εικαζόμενη απόπειρα υποβάθμισης του ρόλου τους (όπως για παράδειγμα ο χαρακτηρισμός τους στην απογραφή ως απλών δημοσίων υπαλλήλων και όχι ως δημοσίων λειτουργών), σε κάθε μισθολογική περικοπή ή στην υπαγωγή τους στο ενιαίο ταμείο μισθωτών, αλλά δεν ακούει λέξη για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Πληροφορείται ότι οι δικηγόροι απεργούν για την επιβολή ΦΠΑ, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω διαιώνιση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά δεν ακούει λέξη για μεταρρυθμίσεις που να περιορίζουν την αρνησιδικία. Αντίθετα κάθε μείωση της δικηγορικής ύλης απορρίπτεται ασυζητητί. Το ίδιο και η ιδέα επιμήκυνσης του χρόνου λειτουργίας των δικαστηρίων ή αύξησης των δικαστικών εξόδων.

Το μόνο που ακούγεται, είναι μεγαλοστομίες για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ή τη σημασία της δικαστικής προστασίας. Ισχύει δηλαδή και στον χώρο της Δικαιοσύνης ό,τι συμβαίνει σε πολλούς τομείς του Δημοσίου. Η χρεοκοπία καλύπτεται με τη ρητορεία περί δημόσιων αγαθών, η οποία με τη σειρά της επιστρατεύεται για να δικαιολογήσει την άρνηση κάθε αλλαγής. Ενώ όμως σε άλλους τομείς του Δημοσίου το μνημόνιο μας υποχρέωσε (εκόντες άκοντες) να επανεξετάσουμε τι πραγματικά σημαίνει δημόσιο αγαθό (οι δημόσιες συγκοινωνίες, ο ΟΣΕ, π.χ., με τα τεράστια ελλείμματα, είναι αγαθό ή άγος), στον χώρο της Δικαιοσύνης δεν υπάρχει κάποιος διεθνής οργανισμός που να μας επιβάλλει τα αναγκαία μέτρα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αργά ή γρήγορα θα αναγνωρίσει το συστημικό πρόβλημα που έχουμε και θα επιβάλει κυρώσεις για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, δεν έχει όμως την αρμοδιότητα να υπαγορεύσει τις συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε.

Στο σημείο που φτάσαμε δεν αρκούν κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις,αλλά χρειάζεται μια πραγματική επανάσταση η οποία θα επιφέρει νέο σχεδιασμό στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και θα επανεξετάσει τα πάντα: τις αρμοδιότητες κάθε δικαστηρίου, τη στελέχωσή του, την αποδοτικότητα κάθε δικαστή, την επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας των δικαστηρίων, την απλοποίηση της εκδίκασης των υποθέσεων (με την κατάργηση, π.χ., της ακροαματικής διαδικασίας σε πολλές υποθέσεις ή με τον ορισμό χρονικών ορίων στην ακροαματική διαδικασία), την αναθεώρηση του κόστους άσκησης των ένδικων βοηθημάτων, την υποχρέωση του ηττημένου διαδίκου να πληρώνει τα πραγματικά έξοδα της δίκης, τον περιορισμό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ να προσφεύγουν στα δικαστήρια, την απαγόρευση αλόγιστης άσκησης ενδίκων μέσων από το Δημόσιο, την υποχρέωση της διοίκησης να εφαρμόζει τις αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων και άλλα πολλά.

Με δεδομένη όμως τη νοοτροπία που επικρατεί, ακόμη κι αν υπάρξει η πολιτική βούληση, πολύ φοβάμαι ότι δικαστές και δικηγόροι δεν πρόκειται όχι να προωθήσουν, αλλά ούτε καν να αποδεχθούν κάποια αλλαγή. Αν δεν μας προκύψει κάποιο μνημόνιο για τη Δικαιοσύνη που να μας υπαγορεύσει άμεσα τις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε, δεν μπορώ να δω με ποιο τρόπο θα αποφύγουμε την πλήρη κατάρρευση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας.

Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών.