Στα πρωσικά σαλόνια των αρχών του 19ου αιώνα η τελευταία λέξη της μόδας ήταν οι καλλιεργημένες κυρίες να μπορούν να απαγγείλουν ένα-δυο ομηρικούς στίχους στα αρχαία ελληνικά στον διπλανό κύριο. Σήμερα είμαστε βέβαιοι ότι η γερμανίδα καγκελάριος μόνο αρχαίους διθυράμβους δεν υποτονθορύζει στο αφτί του έλληνα πρωθυπουργού όπου και όταν συναντώνται. Η ελληνική αρχαιολατρία είναι παρελθόν για τη σημερινή γερμανική κοινωνία, αλλά λαγοκοιμάται στα βάθη της συλλογικής συνείδησης και αφυπνίζεται με τα κατάλληλα ερεθίσματα της επικαιρότητας. Οχι μόνο με το φιλελληνικό της πρόσωπο, αλλά και με το δεύτερο, το επιτιμητικό, αυτό που απορρίπτει τους νεοέλληνες ως κατώτερα τέκνα ανώτερων θεών. Πότε συγκαλυμμένα και πότε απροκάλυπτα. Και όλα αυτά δεν συμβαίνουν στον κόσμο του παραμυθιού, ούτε συνέβησαν μόνο τον 19ο και τον 20ό αιώνα, αλλά και το 2010. Οι κρωγμοί του γερμανικού λαϊκού Τύπου κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «ελληνικής κρίσης» το τελευταίο εξάμηνο έφεραν πάλι στην επιφάνεια στερεότυπα που θεωρούσαμε απενεργοποιημένα προ πολλού. Οι Γερμανοί ανακάλυψαν κάποτε την αρχαία Ελλάδα και την ανακήρυξαν πνευματική τους κοιτίδα, η σημερινή Ελλάδα ήταν μια πότε συμπαθής και πότε οχληρή υπόμνηση εκείνου του λαμπρού παρελθόντος.

Αυτή η γερμανική πρεσβυωπία δύο και πλέον αιώνων με έμφαση στον 20ό είναι το αντικείμενο αναλυτικής εξέτασης σε έναν πολυσέλιδο συλλογικό τόμο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες με τον τίτλο «Για να καταλάβουμε την Ελλάδα». Πρόκειται για τα πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου που έγινε πριν από δύο χρόνια και που η επικαιρότητα έκανε επιτακτική τη δημοσίευσή τους τώρα. Οργανώτριες του συνεδρίου και επιμελήτριες του τόμου είναι η Χρυσούλα Καμπά, καθηγήτρια Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οsnabrueck, και η Μαριλίζα Μητσού, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. «Το πρόβλημα είναι », λέει η κυρία Καμπά, Γερμανίδα με έλληνα πατέρα, «ότι στη Γερμανία αγνοείται η νεοελληνική σκέψη και παραγωγή των τελευταίων 200 ετών.Αυτή η άγνοια εξηγεί και το γιατί ήταν δυνατή η πρόσφατη αρθρογραφία του περιοδικού “Focus” σύμφωνα με το σχήμα ότι οι σημερινοί Ελληνες επικαλούνται συνεχώς τη δισχιλιετή ιστορία τους χωρίς οι ίδιοι να έχουν προσφέρει τίποτα τους τελευταίους δύο αιώνες. Στην ουσία αυτή η αλαζονεία είναι προϊόν άγνοιας». Και η κυρία Μητσού προσθέτει: «Ο σημερινός γερμανός επισκέπτης βλέπει την τουριστική Ελλάδαδιακοσμημένη κάπως μέσα από το διάβασμα του Καζαντζάκη ή ίσως και διευρυμένη μέσα από το διάβασμα του Μάρκαρη,ο οποίος ως σύγχρονος πεζογράφος δίνει και μια άλλη απομυθοποιημένη εικόνα της Ελλάδας,μιας κοινωνίας χαοτικής,όπως είναι όλες οι μεσογειακές.Αλλά εμείς θέλουμε ο γερμανός επισκέπτης να δει όλο το εύρος της ελληνικής αλήθειας».

Ιδιοτελής ανακάλυψη

Γερμανός αναγνώστης διαβάζει το περιοδικό «Focus» με το επίμαχο εξώφυλλο που εξόργισε πολλούς Ελληνες

Η αλήθεια είναι ότι οι γερμανοί λόγιοι και επιστήμονες ανακάλυψαν την αρχαία Ελλάδα ιδιοτελώς, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης πολιτιστικών ερεισμάτων στο απώτατο παρελθόν που θα καθιστούσαν τους Γερμανούς ισάξιους με τους υπόλοιπους μεγάλους λαούς της Ευρώπης. Η σύγχρονη Ελλάδα που αναδυόταν μέσα από την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας κάπως δεν ταίριαζε μέσα στη θαλπωρή της εξιδανίκευσης, ο Goethe και ο Ηoelderlin προτίμησαν να μην την επισκεφθούν ποτέ. Στον ανά χείρας τόμο παρουσιάζεται αναλυτικά η περίπτωση του νομπελίστα θεατρικού συγγραφέα Gerhart Ηauptmann που την επισκέφθηκε. Στο οδοιπορικό του με τίτλο «Ελληνική Ανοιξη» (1908) κλείνει τα μάτια ερμητικά στη σύγχρονη Ελλάδα και συλλέγει μόνο τα στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη της αρχαίας στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Η οδυνηρή κατάληξη αυτής της στάσης υπήρξε το ναζιστικό ιδεολόγημα για την Ελλάδα, ότι επρόκειτο ανέκαθεν για μια χώρα που θριάμβευε στον χώρο του πολιτισμού μόνο όποτε την κατακτούσαν βόρεια, προικισμένα φύλα. Στην αρχαιότητα οι ξανθοί Αχαιοί, τώρα οι ξανθοί Γερμανοί. Για την ξανθή λαίλαπα γράφει στο βιβλίο η νεαρή ερευνήτρια Χαρίκλεια Μπαλή. Υπενθυμίζει τις περιπέτειες του Πανεπιστημίου Αθηνών τον καιρό της γερμανικής κατοχής, όταν για παράδειγμα μεθυσμένοι γερμανοί στρατιώτες μετέτρεψαν σε καμπαρέ την επιταγμένη Αίθουσα Τελετών του πανεπιστημίου για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά του 1942. Πάντως είχαν προηγηθεί ουκ ολίγες ερωτοτροπίες ελλήνων πνευματικών ανθρώπων με τη ναζιστική Γερμανία, όπως υπενθυμίζει η επίσης νεαρή επιστήμων Φαίδρα Κουτσούκου, με συμβολικό αποκορύφωμα το ανέβασμα της όπερας του Μανώλη Καλομοίρη «Το δαχτυλίδι της μάνας» στη Λαϊκή Οπερα του Βερολίνου και τη θριαμβευτική οικειοποίηση του έργου από τη ναζιστική μουσικοκριτική.

Δεν υπάρχει, τέλος, αμφιβολία ότι η προκεχωρημένη αρχαιοελληνική εμμονή των Γερμανών και η συναφής αδιαφορία προς τη σημερινή Ελλάδα δυσκόλεψαν αφόρητα την όποια πρόσβαση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στον γερμανόφωνο χώρο στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στο βιβλίο αυτό γίνονται διεξοδικές αναφορές σε κάποιους πρωτοπόρους των σημερινών ατζέντηδων που πασχίζουν να προωθήσουν ελληνικά βιβλία στη γερμανική αγορά: στον βαλκανιολόγο Κarl Dieterich που δημοσίευσε το 1928 την πρώτη ανθολογία νεοελληνικής ποίησης στα γερμανικά (Μαριλίζα Μητσού), στον Αlexander Steinmetz που μετέφρασε το 1952 τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη (Αndrea Schellinger) και στον γερμανό μετανάστη στην Ελλάδα της δεκαετίας του τριάντα και κλασικό μεταφραστή του Καβάφη Ηelmut von den Steinen (Χρυσούλα Καμπά). Πάντως και η υποδοχή του συλλογικού αυτού τόμου δεν είναι ανεξάρτητη από την επικαιρότητα και τις κλιματικές αλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Η σοβαρή Frankfurter Αllgemeine Ζeitung είχε παρουσιάσει πριν από δύο χρόνια το συνέδριο βρίσκοντας το «παράπονο» ότι το γερμανικό βλέμμα αγνοεί εν πολλοίς τη σημερινή Ελλάδα χαριτωμένο, αλλά υπερβολικό. Σήμερα η επίσης σοβαρή «Suddeutsche Ζeitung» συνιστά επιτακτικά στους αναγνώστες της τα πρακτικά του συνεδρίου, αν θέλουν να καταλάβουν τη νέα έξαρση των στερεοτύπων για τους Ελληνες.