Παρότι θεωρείται ελληνικής, και μάλιστα σοσιαλιστικής, επινοίας, η φράση «τα μπάνια του λαού» είναι πολύ παλαιότερη από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος πιστεύεται- λανθασμένα – ότι είναι ο δημιουργός της. Η θεία μου η Πανωραία (αδερφή της γιαγιάς μου) συνήθιζε, στη Δράμα της δεκαετίας του 1950, να τη θυμάται κάθε καλοκαίρι, υπογραμμίζοντας τη μειονεκτική επί του θέματος θέση του λαού της Δράμας έναντι του αιωνίου αντιπάλου του, του λαού της Καβάλας. Θαυμάστρια του Ντούτσε (ο άντρας της, μακαρίτης πλέον, ήταν αξιωματικός, μεταξικός), τη θυμάμαι έναν δεκαπενταύγουστο να λέει, λουσμένη στον ιδρώτα, δείχνοντας τις φωτογραφίες τους στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς της: «Αν υπήρχε ένας Μουσσολίνι στην Ελλάδα σήμερα, θα κάναμε όλοι [=ο λαός της Δράμας] το μπάνιο μας στην Ασπρη Αμμο» (παρότι η ίδια, όπως μου είχε πει, δεν είχε μπει στη θάλασσα παρά μόνο μία φορά, «επί Τουρκίας, το 1910»).

Τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, αλλά αργότερα, φοιτητής, διαβάζοντας σε περιοδικά του Μεσοπολέμου για το «Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας», που είχε ιδρυθεί το 1925 στην Ιταλία, έπεσα πάνω στη φράση «τα θαλάσσια λουτρά του λαού» (μετάφραση του «i bagni del popolo»), τα οποία οργάνωνε με ποικίλα συγκοινωνιακά μέσα- τραίνα, λεωφορεία, ποδήλατα, αλλά και οδοιπορικώς- το φασιστικό καθεστώς. Αλλωστε ο Μουσσολίνι δήλωνε σοσιαλιστής.

Η φράση «πρόσβασις του λαού εις τας ακτάς», αναφερόμενη στα θαλάσσια λουτρά, απαντά συχνά στα λαϊκά περιοδικά της μεσοπολεμικής περιόδου με την ίδια έννοια, εκείνη του ευκταίου, με την οποία την επαναλάμβανε, επί το φραστικά δημοτικότερον, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Λέω επαναλάμβανε, γιατί τη γλωσσική μετατροπή του θαλάσσια λουτρά σε μπάνια την είχε καθιερώσει προ πολλού ο αρχαιόπληκτος- δημοτικιστής ωστόσο- Ιωάννης Μεταξάς, χωρίς να φοβάται τη μίανση της λαλιάς μας από την ξένη λέξη· η πολιτογράφηση της οποίας, άλλωστε, στη γλώσσα μας ήταν απολύτως ανεκτή, αφού η λέξη bagno προέρχεται από τη λατινική balneum (λουτρό), που είναι μεταγραφή του αρχαιοελληνικού βαλανείον.

Η λέξη μπάνιο σημαίνει, βέβαια, εκτός από τον λουτήρα, και το λουτρό γενικά: «λουτρόν οιονδήποτε: θαλάσσιον, ιαματικόν, καθαριστικόν· εμβάπτισις του σώματος εντός του ύδατος ή περίχυσις δι΄ αφθόνου ύδατος προς λούσιν». Τα «μπάνια του λαού» είναι στην εποχή μας (περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα) «τα λουτρά τα γινόμενα εν τη θαλάσση ή διά θαλασσίου ύδατος κατ΄ αντιδιαστολήν προς τα των ιαματικών πηγών» ( Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία ). Ομως μερικούς αιώνες νωρίτερα η ελληνική, πλέον, λέξη μπάνιο σήμαινε το αντίθετο: «νερά ζεστά οπού σεβαίνουν οι ανθρώποι μέσα οι αρρώστοι και υγιαίνουν» (Ι. Καρτάνου, Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, 1536).

Η φράση «τα μπάνια του λαού» που είπε ο Ανδρέας Παπανδρέου πέρασε στην ιστορία, εν τούτοις στην εποχή της οικονομικής κρίσης αυτό το «κεκτημένο» τίθεται εν αμφιβόλω

Οι άνθρωποι εισβαίνουν στο νερό (θαλάσσιο ή όποιο άλλο), αυτοβούλως, για τρεις κυρίως λόγους: αναψυχής, ιαματικούς και ερωτικούς. Ο κάθε ένας από τους λόγους αυτούς εμφανίζεται ισχυρότερος (ή ασθενέστερος) ανάλογα με την εποχή. Στη ρωμαϊκή αρχαιότητα τα θαλάσσια μπάνια των πατρικίων, αλλά και των πληβείων (των λαϊκών στρωμάτων), ξεκίνησαν για λόγους υγείας, κυρίως, αλλά και αναψυχής, και γινόντουσαν σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, όπως δείχνουν τα ερείπια λουτρικών εγκαταστάσεων σε διάφορους τόπους. Οι χριστιανοί ιεράρχες τα αποδοκίμαζαν, γιατί υπήρχε κίνδυνος να εκτεθούν ανένδυτα μέρη του σώματος- μια παράδοση που κράτησε αιώνες και, ως έναν βαθμό, τουλάχιστον στα μέρη μας, ζωντανή ως χθες (θυμάμαι, τη δεκαετία του ΄70 ένα πλήθος περιέργων και απορούντων λουομένων σε μια παραλία της Καβάλας, συγκεντρωμένο γύρω από ένα αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος· δεν ήταν ένας πνιγμένος αλλά ένας παπάς με μαγιό, που λιαζόταν στην άμμο).

Εχω την αίσθηση ότι η ιδέα για «τα μπάνια του λαού», τα οποία οραματιζόταν κατά τη δεκαετία του ΄80 ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπαγορευόταν, κυρίως, από τον τρίτο από τους λόγους που ανέφερα. Εξηγούμαι: Παρότι οι ερωτικές επιδόσεις του δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες του Μπερλουσκόνι, ο Παπανδρέου είχε αντιληφθεί πολύ πριν από αυτόν τη σημασία του ερωτικού στοιχείου στην άσκηση της εξουσίας. Η έμφαση με την οποία αναφερόταν στα μπάνια του λαού δεν θα πρέπει να ήταν άσχετη με την ανάταση που προκαλούσε στον ανδρικό πληθυσμό το θέαμα του μπικινοφορούντος γυναικείου σώματος. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι λέξεις μπανίζω,μπανιστήρι κτλ. παρήχθησαν από τη λέξη μπάνια (θαλάσσια), ότι είναι σχετικά νέας κοπής (εμφανίστηκαν περί την τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, μετά την καθιέρωση και στην Ελλάδα των bains mixtes), και ότι οι ερωτικές φαντασιώσεις του ανδρικού μας πληθυσμού ικανοποιούνταν, ακόμη, ως τη δεκαετία του ΄80 με «μαλακά» (soft) πορνογραφικά προϊόντα.

Γι΄ αυτό και η οδύνη την οποία εκφράζουν σήμερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης (αλλά και πολλά λαϊκόφρονα στελέχη του ΠαΣοΚ) βλέποντας να περιορίζονται τα μπάνια του λαού εξαιτίας της παρούσας οικονομικής εξαθλίωσης του κράτους, μου φαίνεται υπερβάλλουσα. Διότι η ανάγκη του λαού για θαλάσσια μπάνια δεν είναι σήμερα τόσο επιτακτική όσο στη δεκαετία του ΄80. Κι αυτό γιατί, αφενός, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεραπεύει τον τρίτο από τους λόγους που ανέφερα με φθηνότερο και δραστικότερο τρόπο: με την ανάλωση, διά προσιτότατης αγοράς (από τα περίπτερα ή ηλεκτρονικώς), σκληρών (hard) ερωτικών θεαμάτων· και, αφετέρου, γιατί ο δεύτερος, ο ιαματικός λόγος, έχει χάρη στις τελευταίες μεγάλες προόδους της ιατρικής αισθητά εξασθενήσει.

Απομένει ο πρώτος λόγος: της αναψυχής. Αλλά μήπως και αυτός δεν έχει ανεπανόρθωτα υπονομευτεί από την υπερανθούσα ψυχαγωγική προσφορά της ιδιωτικής μας τηλοψίας;

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.