Το περασμένο Σάββατο ο πρωθυπουργός της Ινδίας Μανμοχάν Σινγκ προανήγγειλε τη δημιουργία μιας υποεπιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Ανάπτυξης, η οποία θα ασχοληθεί με το φλέγον θέμα της αστικοποίησης. «Με αυτό το σχέδιο θα επιτευχθεί η μετάβαση της χώρας στον 21ο αιώνα» δήλωσε την ίδια ημέρα ο ινδός ηγέτης, επισημαίνοντας ότι η αστικοποίηση συνιστά σύνθετο ζήτημα αλλά και τη μεγαλύτερη πρόκληση για το μέλλον της χώρας.
Η Ινδία αποτελεί μια χώρα που μέχρι πρότινος δεν αντιμετώπιζε αντίστοιχα προβλήματα. Μόλις το ένα τρίτο του πληθυσμού της κατοικεί σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές καθώς η οικονομία της χώρας στηριζόταν κατά κύριο λόγο στον αγροτικό τομέα. Με τη μετεγκατάσταση μεγάλων εταιρειών της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ινδία σημειώθηκε σημαντική διαφοροποίηση τόσο προς την κατεύθυνση της οικονομίας όσο και την πληθυσμιακή σύνθεση.
Σύμφωνα με έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο ρυθμός ανάπτυξης του αστικού πληθυσμού στην Ινδία ανέρχεται σε 30%, με τάσεις συνεχούς αύξησης. Δεδομένης της πληθυσμιακής έκρηξης της χώραςο συνολικός πληθυσμός της αγγίζει το 1,2 τρισ. κατοίκους-, η έξοδος των κατοίκων από τις αγροτικές περιοχές εξελίσσεται σε μείζον ζήτημα. Δημογραφικές και οικονομικές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι πολύ σύντομα η Καλκούτα, το Μουμπάι και ασφαλώς το Νέο Δελχί θα υποδεχθούν υπεράριθμους κατοίκους. Ως το 2030 άνω του 40% των Ινδών θα κατευθυνθεί προς τους πυκνοκατοικημένους ήδη αστικούς ιστούς που συνεχώς επεκτείνονται. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η τάση εξάπλωσης των παραπηγμάτων πέριξ των μητροπόλεων. Ο μισός αστικός πληθυσμός της Ινδίας δεν απολαμβάνει τα προτερήματα της διαβίωσης στην πόλη αλλά υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες της ταχύτατης και άναρχης αστικοποίησης. Ζει κάτω από ανθυγιεινές συνθήκες (η ταινία «Slumdog millionaire» είναι αποκαλυπτική) και επιπλέον καταδικάζεται σε κοινωνικό αποκλεισμό.
Στην Κίνα παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Η εσωτερική μετανάστευση από την ενδοχώρα στις πλούσιες αστικές περιοχές αυξάνεται ραγδαία καθώς προσφέρει τουλάχιστον την ελπίδα μιας αμειβόμενης (συνήθως όχι αξιοπρεπώς) θέσης εργασίας στον βιομηχανικό κλάδο. Οι αρχές προτιμούν να κρύβουν το πρόβλημα με στατιστικά τεχνάσματα και διοικητικές αλχημείες. Επί χρόνια ο αστικός πληθυσμός εμφανίζεται επισήμως σταθερός. Στην πραγματικότητα όμως αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 40%. Απλώς οι «επήλυδες» των κινεζικών πόλεων καταγράφονται ως μη μόνιμοι κάτοικοι καθώς τους χορηγείται κάρτα προσωρινής διαμονής και εργασίας. Αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Επί του συνόλου των σχεδόν 20 εκατομμυρίων κατοίκων της Σανγκάης τα 13,6 εκατομμύρια δεν θεωρούνται μόνιμοι αλλά «περιστασιακοί» κάτοικοι της πόλης. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην πρωτεύουσα. Το Πεκίνο αριθμεί 12 εκατομμύρια μόνιμους κατοίκους. Υπάρχουν όμως και κάτοικοι β΄ και γ΄ κατηγορίας. Στους πρώτους ανήκουν τα 7,5 εκατομμύρια νόμιμων αλλά όχι μόνιμων κατοίκων. Σε χειρότερη μοίρα βρίσκονται τα 2,5 εκατομμύρια κάτοικοι οι οποίοι αν και διαμένουν επί χρόνια στην κινεζική μεγαλούπολη στερούνται οποιουδήποτε νομιμοποιητικού εγγράφου (για διαμονή ή εργασία), ζώντας ως ξένοι στην ίδια τους τη χώρα.