Τι θα γινόταν αν σκοτώναμε τα παιδιά μας εγκαίρως; Προτού γεννηθούν. Να τα σφάζαμε στην κοιλιά. Να μην περιμέναμε να ενηλικιωθούν και να βιώσουν τη δυστυχία. Να μην τ΄ αφήναμε να γίνουν κι αυτά κρίκοι στην αλυσίδα της διαφθοράς και της υποκρισίας αλλά να φροντίζαμε να αφανιστούν όσο είναι ακόμη αθώα κι άβγαλτα. Οσο είναι ακόμη μωρά. Ή και έμβρυα…
Την ακραία αυτή υπόθεση διερευνά ο Δημήτρης Δημητριάδης στον «Τόκο». Οχι, η ζωή δεν έχει καμία ιερότητα αν είναι να τη ζούμε και να την παράγουμε όπως οι ήρωες του έργου. Κομματόσκυλα, δωσίλογοι, φαλλοκράτες, αλαζόνες, σιχάματα που ανοίγουν βόθρους και διψούν για χρήματα. Ανδρες που εκπορνεύουν τις γυναίκες τους, κακοποιούν τις θυγατέρες τους και συνουσιάζονται με τους γαμπρούς τους. Καλύτερα λοιπόν να μη γεννηθεί το παιδί της Τέσσας αν είναι να έχει τέτοιον μπαμπά. Και τέτοιον παππού. Ετσι τουλάχιστον πιστεύει η μητέρα του, η οποία αποφασίζει να το πνίξει με τα ίδια της τα χέρια. «Κανείς δεν γλιτώνει… Οι κερδισμένοι χαμένοι/ και οι χαμένοι πιο χαμένοι» λέει η βρεφοκρατούσα που μεταλλάσσεται σε βρεφοκτόνο.
Ενα μωρό που γεννιέται και φονεύεται. Ενα άλλο που δεν προλαβαίνει να γεννηθεί- σφάζεται στην κοιλιά της μάνας του. Μια λεχώνα που δεν θέλει το παιδί της και μια έγκυος που το περιμένει πώς και πώς. Μωρά και μωρουδέλια, μωρά για φάγωμα και μωρά για σκότωμασε κάθε περίπτωση όχι για μεγάλωμα.
«Ολοι χρωστάτε/ τίποτα δεν είναι τζάμπα/ θα πληρώσετε τόκους για όσα πήρατε» φωνάζει ο Μέρλος, εραστής και συνένοχος της Τέσσας. Τόκος και τοκετός. Χωρίς τοκετό δεν μπορείς να πληρώσεις τον τόκο: χωρίς να γεννήσεις κάτι καινούργιο δεν μπορείς να ξεχρεώσεις τις οφειλές σου- χρηματικές, ηθικές, κοινωνικές. Προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στην ιδέα αυτή ο συγγραφέας συγκεντρώνει και παραθέτει όλες τις λέξεις και όλες τις φράσεις της νεοελληνικής που σχετίζονται: α) με εγκυμοσύνη και γέννα, β) με τα ανδρικά γεννητικά όργανα και τις εκκρίσεις τους. Στην πρώτη κατηγορία π.χ. συναντάμε: «άντε και μας γκαστρώσατε», «σαν σ΄ ενδιαφέρουσα», «σαν ετοιμόγεννος», «τον ξέρω σαν να τον γέννησα», «από γεννησιμιού του» κ.ο.κ. Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε μια πιο γλαφυρή ποικιλία, όπως ψωλή, σηκωμένη, παλούκι, πούτσος καδρόνι, πούτσες μπλε, φυσεκλίκια, σπέρμα, ψωλόχυμα κ.ο.κ. Η συγκίνηση κορυφώνεται όταν η πρώτη κατηγορία τέμνεται θριαμβευτικά με τη δεύτερη, περίπτωση κατά την οποία πληροφορούμαστε ότι ακόμη και τα έμβρυα έχουν «πουτσίτσες σηκωμένες». Μάθημα συνωνύμων; Επίδειξη ελευθεροστομίας; Οταν οι διάλογοι δεν θυμίζουν έντονα κάτι από τα δύο, τότε υποκύπτουν σε απίστευτες κοινοτοπίες, αοριστολογίες και ηθικολογίες: «Σταματήσαμε ποτέ ν΄ αγωνιζόμαστε;», «ξέρετε πόσα χρόνια μετράει το Σύμπαν;», «πρέπει να είσ΄ έτοιμος για τα χειρότερα», «το μέλλον είναι μόνο για τα παιδιά», «καμιά θυσία δεν είναι αρκετή» κ.ο.κ. Απώτερος στόχος προφανώς η στηλίτευση της υποκρισίας των νεοελλήνων που βρίσκονται εδώ σε πρώτο πλάνο και φλυαρούν ακατάπαυστα. Επειδή όμως τα πορτρέτα τους (όπως και τα ονόματά τους) αποδεικνύονται εγκεφαλικά πλασμένα, ο λόγος τους κουράζει αφάνταστα. Πασχίζοντας να μας σκανδαλίσουν, επιτυγχάνουν το αντίθετο. Κάπου μεταξύ μωρουδιακών νοστιμιών, σεξουαλικών υγρών και κούφιων φιλοσοφιών το μείγμα όχι απλώς δεν δένει αλλά βγαίνει απίστευτα άνοστο. Κι ας είναι όλα τα συστατικά ειδικά επιλεγμένα: ο μπαμπάς που βιάζει την υιοθετημένη κόρη, η κόρη που γίνεται με τη σειρά της δολοφόνος, ο σύζυγός της, βολεψάκιας επιβήτορας που κάνει μωρό για να έχει την «τέλεια βιτρίνα», ο «παράγοντας» του υπουργείου, ισχυρός κοινωνικά αλλά στείρος βιολογικά, η γυναίκα του που ονειρεύεται να γίνει μαμά και, τέλος, ο κατά συρροήν δολοφόνος εγκύων ονόματι Μέρλος, ένας ιμιτασιόν Ρομπέρτο Τσούκο, που όμως στερείται πλήρως την εγκληματική γοητεία του ήρωα του Κολτές- περισσότερο απ΄ όλα τον απασχολούν οι πριαπικές επιδόσεις του παιδικού του φίλου Πετρή, τις οποίες περιγράφει λεπτομερώς, με κάθε ευκαιρία, στην ομήγυρη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής δεν κατάφερε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να ορθοποδήσει το έργο. Δούλεψε με αξιόλογους ηθοποιούς- Ρένη Πιττακή, Αγγελική Παπαθεμελή, Δημήτρης Ημελλος κ.ά.-, οι οποίοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Εμοιαζε τόσο λίγο και τόσο μάταιο όμως! Σκορπισμένοι στο αχανές σκηνικό, με το τεχνικό πρόβλημα στον ήχο να τους καταδιώκει (τουλάχιστον στην πρεμιέρα) και να τους «τρώει» τα λόγια, φαίνονταν ανίσχυροι να κυριαρχήσουν στον χώρο και στον χρόνο. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από τη σκηνογράφο Χλόη Ομπολένσκι να ξαναφτιάξει με τη φαντασία της το κτήμα των παιδικών του αναμνήσεων, όπου έκανε ποδήλατο μικρός. Το αποτέλεσμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό ως προς την κλίμακα και το σκηνικό από τα πιο ωραία που έχουν στηθεί ως σήμερα στην Πειραιώς 260. Χώμα, χώμα, χώμα, αλλού πατημένο, αλλού σκαμμένο, ένα κτήμα να το βλέπεις και να χορταίνεις την άπλα του, άδειο από περιττά αντικείμενα- μονάχα ένα δέντρο και λίγα έπιπλα για να καθήσουν οι καλεσμένοι της οικογένειας, να γιορτάσουν την άφιξη μιας νέας ζωής. Να όμως που το χωμάτινο τοπίο κατάπιε τους ηθοποιούς. Ενας μικρότερος χώρος με μια πιο κλειστοφοβική σκηνή θα επέτρεπε, νομίζω, αν μη τι άλλο, να αναδυθεί η νοσηρή οικειότητα των ηρώων. Δεδομένων των συνθηκών, πάντως, η συνολική εμπειρία- κειμένου, σκηνοθεσίας και ήχου- στάθηκε μάλλον ανυπόφορη.