Η περί ηθικής συζήτηση σπάνια απουσιάζει από την επικαιρότητα, παρά τις κατά καιρούς επισημάνσεις για το αντίθετο. Η επανάκαμψη της έννοιας στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και το ειδικό της βάρος κατά την τελευταία εικοσαετία στον λόγο των κομμάτων ως καταλυτικού πολιτικού επιχειρήματος κατά των πεπραγμένων των αντιπάλων ευθύνεται εν μέρει για την παραπάνω αίσθηση. Ενα ωστόσο από τα στοιχεία που υπογραμμίζει το κείμενο του Βασίλη Καραποστόλη, καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τίτλο Διχασμός και Εξιλέωση- Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων, είναι ακριβώς η διαχρονική παρουσία και σημασία της θέσης της τελευταίας στην ελληνική κοινωνία.

Το κεντρικό δίλημμα που θέτει ο Βασίλης Καραποστόλης αφορά την ένταση των σχέσεων μεταξύ ατόμου και συνόλου στο πλαίσιο της ελληνικής νεωτερικότητας. Εντοπίζοντας επιλεγμένες περιπτώσεις οι οποίες κατόρθωσαν να αρθούν πέρα και πάνω από τα δικά τους πάθη και τις προοπτικές της εποχής τους, αποβαίνοντας «δότες» για το κοινωνικό σύνολο, υπενθυμίζει τις περίπλοκες διαδικασίες που ορίζουν αποφάσεις ή καταστάσεις που ενίοτε μοιάζουν να έχουν εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως απλές και απροβλημάτιστες. Εχοντας επισημάνει εξαρχής ότι ένα από τα κύρια σημεία του βιβλίου είναι «ο αγώνας ανάμεσα σ΄ αυτό που τείνει ένας λαός και σ΄ αυτό που θα ΄θελε να είναι», το κείμενο φροντίζει να εντάσσει τις προσωπικότητες στα ευρύτερα συμφραζόμενα της εποχής τους, όπου διερευνώνται τα πάθη των αγωνιστών

Με την περίφημη φράση «το νόμιμο είναι και ηθικό»,που σήμανε την αρχή του τέλους του αλλά και την αρχή του τέλους της κυβέρνησης Καραμανλή,ο Γιώργος Βουλγαράκης έκανε τη θυμοσοφία σόφισμα

του ΄21, το φαινόμενο των εθνικών ευεργετών, η διαμόρφωση των πελατειακών σχέσεων, οι κομματικοί φανατισμοί ως υπόβαθρο των στρατιωτικών επεμβάσεων του Μεσοπολέμου, η ενότητα, οι τομές και οι ρήξεις που επέφεραν ο πόλεμος του ΄40, η Αντίσταση και ο εμφύλιος πόλεμος. Τα διλήμματα που τίθενται έτσι σε ατομικό επίπεδο στα πρόσωπα απεικονίζουν αντίστοιχες προβληματικές του συνόλου- και τις επιλογές τους. Στο διεισδυτικό υποκεφάλαιο που αναφέρεται στον μηχανισμό της εξάπλωσης των πελατειακών σχέσεων στη μετεπαναστατική Ελλάδα, για παράδειγμα, το κράτος αποβαίνει το «υπέρτατο πρόσχημα» για πολιτικούς, κομματάρχες, δημόσιους υπαλλήλους και ψηφοφόρους σε ένα «παιχνίδι συναλλαγών», το οποίο τελικά καταλήγει στην αντίληψη του δημοσίου ως «γεωφυσικού μορφώματος»: «Στα βάθη του, τα κοιτάσματα σε χρυσό και ευκαιρίες ανεξάντλητα, αντέχουν τις εξορύξεις για μια αμέτρητη σειρά γενεών». Αν η παραπάνω αντίληψη περί ηθικής φαντάζει σύγχρονη, είναι ίσως γιατί η ελληνική κοινωνία φαίνεται να αναπαράγει στις δομές της έναν εξαιρετικά μακρό 19ο αιώνα.

Παρ΄ ότι ορισμένες από τις συμβάσεις του δοκιμιακού λόγου (η ελευθεριότητα της έκφρασης σε σύγκριση με την επιστημονική γραφή, οι παραχωρήσεις στο λογοτεχνικό ύφος, η μετρημένη χρήση ιστορικών παραδειγμάτων για την τεκμηρίωση θέσεων) σε κάποιες περιπτώσεις δυσχεραίνουν ίσως παρά διευκολύνουν την πορεία της ανάλυσης ενός τόσο εκτεταμένου ζητήματος, η πρόταση του συγγραφέα διανοίγει προοπτικές περαιτέρω διερεύνησης ζητημάτων που εκτείνονται εκτός των χρονικών ορίων της μελέτης (1821-1945). Στον επίλογο τίθεται το θέμα της στρεβλής σχέσης κράτους- πολίτη στην Ελλάδα και εξετάζεται η λογική βάσει της οποίας θεμελιώνεται ο εξαιρετικά επιλεκτικός σεβασμός της νομοθεσίας. Πρόκειται για την έλλειψη αξιοπιστίας που εμπνέει το κράτος, ωστόσο ο Καραποστόλης δεν προτίθεται να αναγνωρίσει ελαφρυντικά στον ιδιότυπο, σιωπηρά αποδεκτό, συμψηφισμό ευθυνών, ο οποίος συχνά προκρίνεται από την κοινή γνώμη: «Χρειάζεται να είμαστε πολύ καχύποπτοι απέναντι στον καχύποπτο“Ελληνα, μέχρι να βρούμε ως πού φθάνουν οι δικαιολογίες για τη μειωμένη ηθική του συνείδηση και πού αρχίζουν τα σκέτα άλλοθι. […] Επικαλούμενος το ότι η αμοιβαιότητα μεταξύ των συμβαλλομένων είναι ανέφικτη, ο ελισσόμενος πολίτης επιλέγει να γίνει μονομερώς παράνομος αποκαλώντας το νόμο προϊόν μιας αλλότριας βούλησης, μιας εξουσίας συγκροτημένης μακριά απ΄ αυτόν» (σελ. 290). Ο εύστοχος εντοπισμός της υποτιθέμενης αιτιολόγησης καταλήγει στην εξίσου καίρια επισήμανση ότι η όλη συλλογιστική αναπτύσσεται αποσκοπώντας τελικά στην καταστρατήγηση της ηθικής που επικαλείται: «Τον ηθικό νόμο με την αυστηρή καντιανή έννοια της καθολικότητας, αυτόν το νόμο ζητά να αποφύγει ελευθεριάζοντας πονηρά ο ντόπιος σοφιστής» (σελ. 291). Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η θυμοσοφία εκπίπτει τελικά σε σόφισμα.

Ηρωες και ευεργέτες

Ο Αρης Βελουχιώτης είναι ένα από τα πρόσωπα του σύγχρονου δράματος – γεμάτος αντιφάσεις

Τα πρόσωπα του δράματος της νεοελληνικής ιστορίας,από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ως τον Αρη Βελουχιώτη,εμφορούνται από αντιφάσεις. Περιπτώσεις όπως εκείνη του Καραϊσκάκη, ο οποίος υπερβαίνει τα όρια του ωφελιμισμού που τον διέκρινε την πρώτη πενταετία της Ελληνικής Επανάστασης για να αποβεί υπερασπιστής του συλλογικού στην κρίσιμη καμπή του 1827, αναδεικνύουν εκτός από την άγνοια κινδύνου και την άγνοια οποιασδήποτε οριοθέτησης. «Αμα θέλω γίνομαι άγγελος, άμα θέλω διάβολος» είναι η γνωστή αποστροφή του οπλαρχηγού. Η συμβολή των εθνικών ευεργετών του 19ου αιώνα σηματοδοτεί,κατά τον Καραποστόλη, το πέρασμα από τους «ήρωες-αγωνιστές» στους «ήρωες-εργοποιούς» (Κωνσταντίνος Ζάππας, αδελφοί Ζωσιμάδες, Ζώης Καπλάνης), χωρίς να αποσιωπάται ωστόσο και η εμπάθεια του Ιωάννη Χατζηκυριάκου,ο οποίος στο κληροδότημα του Χατζηκυριάκειου Ορφανοτροφείου αποκλείει επί δεκαετία την εισαγωγή άπορων κοριτσιών από την Καλαμάτα εξαιτίας της καταγωγής ενός αντιδίκου του σε δικαστική υπόθεση για τα όρια ιδιοκτησίας ενός κτιρίου. Η διαρκής, βασανιστική σχεδόν, ενασχόληση του Ιωνα Δραγούμη με τις προϋποθέσεις της «προκοπής του έθνους» συνοδεύεται από την αθεράπευτα αριστοκρατική του ματιά, την αποστροφή για τη στάση και τις πρακτικές των πολλών. Η αναγωγή επομένως από το μερικό συμφέρον του ατόμου στο γενικό της πολιτείας, της κοινωνίας, του έθνους, περιγράφεται από τον Καραποστόλη ως επίπονη διαδικασία, διόλου προκαθορισμένη ή δεδομένη, η οποία άλλοτε συγκλίνει με τα ηθικά προτάγματα μιας περιόδου και άλλοτε αποκλίνει από αυτά.