Οπως το υποσχέθηκα: αφιέρωμα σε φίλους, γιατον μήνα που θα λείψω. Αφού έβαλα πια την τελευταία γραμμή στην εικοστή δεύτερη ραψωδία, που οι αλεξανδρινοί γραμματικοί την είπαν και την έγραψαν «Εκτορος αναίρεσις»· που πάει να πει: φόνος του Εκτορα. Ενμέρει δόλιος κι αυτός, όπως και του Πατρόκλου. Εκεί έβαλε το χεράκι του ο Απόλλων Φοίβος· τώρα το κόλπο το επινοεί και το εφαρμόζει η Αθηνά Παλλάδα. Ο Απόλλων δολιεύει απροκάλυπτος· η Αθηνά φενακισμένη με την όψη και τη λαγαρή φωνή του Δηίφοβου. Ο ένας φόνος (του Πατρόκλου από τον Εκτορα) φέρνει τον άλλο φόνο (του Εκτορα από τον Αχιλλέα). Οπότε το πολεμικό πάθος κορυφώνεται, προτού καταλήξει η αντίπαλη εμπάθεια σε αμοιβαία συμπάθεια, με τίμημα ένα διπλό πένθος. Ετσι μελαγχολικά κλείνει την αυλαία της η Ιλιάδα. Με την κορύφωση συμπίπτει ο μεγάλος δρόμος: το φονικό δηλαδή κυνηγητό του Εκτορα από τον Αχιλλέα, μοιρασμένο σε δύο μέρη, που περιβάλλονται από προλεγόμενα και επιλεγόμενα. Για τα προλεγόμενα μίλησα την περασμένη Κυριακή. Σήμερα ο λόγος για τις δύο πράξεις του μεγάλου δρόμου και, αν με πάρει η ώρα, κάτι από τα επιλεγόμενα. Λέω «η ώρα», ως άλλοθι του χρόνου-δόλου μιας ζωής, που όσο πάει και λιγοστεύει, για να θυμηθώ τον ποιητή.

Δυο λόγια για το σκηνικό και τη σκηνοθεσία του μεγάλου δρόμου, που είναι κυκλικός, επαναλαμβάνεται τρεις φορές, ενώ την τέταρτη κόβεται στη μέση, με τη μοιραία στάθμιση του Δία στη χρυσή του ζυγαριά, που παίρνει τη μορφή «ψυχοστασίας» των δύο ηρώων, όπου βαρύς ο κλήρος του Εκτορα δείχνει θάνατο αμετάκλητο. Ο δραματικός χώρος κλιμακώνεται στο μεταξύ αμφιθεατρικά σε τρία επίπεδα: η πράξη της βίαιης δίωξης και φυγής εξελίσσεται έξω και γύρω από το κάστρο της Τροίας, όπου απομονώνονται ο Αχιλλέας και ο Εκτορας, τρέχοντας ο ένας πίσω από τον άλλον· αν όχι ο ένας μπροστά από τον άλλο. Το δεύτερο επίπεδο εντοπίζεται στις επάλξεις του κάστρου, από όπου σπαραγμένοι βλέπουν τη φονική δίωξη του γιου τους ο Πριάμος και η Εκάβη· θα προστεθεί μετά (όταν ο Εκτορας, νεκρός πια, διασύρεται από τον Αχιλλέα) αλλοπαρμένη από τον πόνο και η Ανδρομάχη. Ψηλά, σε τρίτο επίπεδο, από το «θεωρείο του Ολύμπου» θεώνται τα δρώμενα οι θεοί, με εξάρχοντα τον Δία. Και πάμε στον μεταφρασμένο δρόμο. Ο Εκτωρ, απομονωμένος μπροστά στις Σκαιές Πύλες, έχει αποφασίσει να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, που ήδη απειλητικός επέρχεται. Οπότε: Τον είδε ο Εκτωρ, και τον έκοψε μεγάλος τρόμος, / δεν άντεξε να μείνει, άφησε πίσω του τις πύλες, πήρε / να τρέχει φεύγοντας./ Ορμησε όμως του Πηλέα ο γιος, με φτερωμένα πόδια. / Σαν το γεράκι, το πιο γρήγορο πετούμενο,πέφτοντας/ ανεμπόδιστο σε περιστέρα τρομαγμένη, που πάει / να του ξεφύγει, όμως αυτό την κυνηγά στριγκλίζοντας, / στιγμή δεν σταματά την έφοδο, γιατί έβαλε σκοπό/ να τη στριμώξει·παρόμοια ξέφρενος κι αυτός χυμούσε. / Ο Εκτορας στο μεταξύ, κάτω απ΄ της Τροίας τα τείχη, / έφευγε τώρα με τα γρήγορα ποδάρια του.

Προσπέρασαν οι δυο τη βίγλα,την ανεμόδαρτη/ αγριοσυκιά, κι ανοίγονταν στη δημοσιά, πέρα απ΄ τα τείχη, / φτάνοντας στις καλλίρροες πηγές, όπου δυο κεφαλάρια/ ανάβρυζαν από τις δίνες του Σκαμάντρου. / Το ένα έδινε καυτό νερό, σκορπίζοντας γύρω του αχνό, / σαν τη φωτιά που καίει. Τ΄ άλλο, και καλοκαίρι ακόμη/ σαν το χαλάζι κρύο, κρύσταλλο σαν το χιόνι. / Ησαν στο πλάι ευρύχωρες, ωραίες γούρνες, / πέτρινες, όπου οι Τρωάδες με τις όμορφές τους κόρες / έφερναν άλλοτε φίνα φορέματα να πλύνουν, / στα χρόνια της ειρήνης, προτού πλακώσει ακόμη/ το λεφούσι των Αργείων.

Τρέχοντας τώρα τις προσπέρασαν· ο ένας φεύγοντας, / ο άλλος κυνηγώντας.Αυτός που έφευγε μπροστά σπουδαίος, / πολύ ανώτερος όμως ο άλλος. Ετρεχαν γρήγορα κι οι δυο, / αλλά δεν αγωνίζονταν για σφάγιο ή για βοδιού τομάρι·/ συνηθισμένα έπαθλα σ΄ αγώνα δρόμου·/ για μια ψυχή δρομούσαν, τη ζωή του Εκτορα, του ιπποδαστή.

Πώς τα μονώνυχα,αεθλοφόρα άλογα,ακάθεκτα/ καλπάζουν,γύρω απ΄ τα τέρματα,να πάρει όποιος νικήσει/ το έπαθλο,τρίποδα ή γυναίκα σκλάβα,σ΄ αγώνα/ για σπουδαίο νεκρό·έτσι κι αυτοί τό ΄φεραν γύρο τρεις φορές/ το κάστρο του Πριάμου τρέχοντας./ Από ψηλά οι θεοί το θέαμα θωρούσαν.

Μεσολαβούν η συμπαθητική για τον Εκτορα παρέμβαση του Δία και η απόρριψή της από την Αθηνά, ενώ το κυνηγητό συνεχίζεται, αποκαλύπτοντας τώρα την αμφίσημη όψη του, παραλλαγμένη σε εφιάλτη:

Πώς μέσα σ΄ όνειρο,αυτός που κυνηγά δεν γίνεται/ αυτόν που φεύγει να τον πιάσει, ούτε μπορεί να φτάσει / τον κυνηγημένο, που δεν μπορεί κι αυτός να του ξεφύγει·/ παρόμοια ο ένας δεν κατόρθωνε τον άλλο/ να προφτάσει, κι ο άλλος δεν μπορούσε να τοναποφύγει.

Εδώ υποχρεωτικά σταματώ. Η συνέχεια τον Αύγουστο. Ως τότε αναμονή.