Συννεφόκαμα. Η ατμόσφαιρα έξω ζέχνει. Κόσμος πάει κι έρχεται αλαφιασμένος στη λεωφόρο Μεσογείων. Μια παρέα μεσήλικοι περπατούν και βρίζουν τους πολιτικούς. Ενας εξ αυτών δείχνει την – χαμένη ανάμεσα στις πολυκατοικίες- πεζογέφυρα του Σαντιάγο Καλατράβα. «Δείτε τα ρεμάλια.Πέταξαν εκατομμύρια για ένα τίποτα» φωνάζει εκνευρισμένος. Στο μετρό τα βαγόνια είναι μισοάδεια και τα πρόσωπα σκυθρωπά.
Μία στάση παρακάτω, στην Πανόρμου, τα καφέ κινούνται «χλιαρά». Στα τραπεζάκια διαβάζουν τα free press. Μια κοπέλα σημειώνει αγγελίες για εργασία. Παρέες νέων συζητούν για τα τρέχοντα: την «Τζούλια», τη Γιουροβίζιον, τον Παναθηναϊκό και τον Μαντέλη. «Μίζες δεν πήρε αυτός;» αναρωτιέται ο Μάκης. «Και να ΄ταν ο μόνος…Φυλακή θα μπει κανένας;» αναρωτιέται ο Γρηγόρης. Αυτή είναι η κατάσταση στην Αθήνα: καζάνι που βράζει, έτοιμο να σκάσει και να κάψει χωρίς διακρίσεις… Το ίδιο εκρηκτικό κλίμα και σε πολλά σπίτια. Δουλειές χάνονται, λογαριασμοί δεν βγαίνουν, οι νέοι (αλλά και οι μεγαλύτεροι πλέον…) πηγαινοέρχονται μάταια σε συνεντεύξεις και κάποιοι ετοιμάζονται για το πρώτο κύμα μετανάστευσης του 21ου αιώνα.
Πολιτικοί επιστήμονες και δημοσκόποι διαπιστώνουν την ταχεία συγκρότηση μιας κρίσιμης μάζας, μιας νέας «σιωπηρής πλειοψηφίας». Αποτελείται από ανθρώπους των πιο παραγωγικών ηλικιών (25-45), με ανώτερη και ανώτατη μόρφωση, οι οποίοι ξεχειλίζουν από οργή για την πορεία της χώρας και έχουν πλήρως απαξιώσει τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα. Η συγκεκριμένη πληθυσμική «μαγιά» απέχει από τις δομές αλλά και τις διαδικασίες αυτού του πολιτικοοικονομικού συστήματος και φαίνεται να μη στεναχωριέται καθόλου από το ενδεχόμενο κατάρρευσής του. Αποτελείται μάλιστα κυρίως από γυναίκες…
«Θα βρω δουλειά σε εννέα χρόνια»
Οταν ο Τάσος Μαντέλης ήταν υπουργός Μεταφορών, η κυρία Δέσποινα Πολυχρονίδου πήγαινε ακόμη σχολείο. Σήμερα είναι 26 ετών και εργάζεται στον Τύπο. «Οι συνομήλικοί μου δεν σκέφτονται την περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού,διότι ούτως ή άλλως υποαμείβονται σε άσχετες με τα προσόντα τους δουλειές.Πολλοί φίλοι μου θέλουν να φύγουν.Κάποιοι δουλεύουν όχι για 700,αλλά 400 ευρώ. Αλλοι τα παίρνουν “μαύρα” και τίποτε δεν εγγυάται ότι θα δουλεύουν τον επόμενο μήνα.Ολα βαίνουν προς την κατάρρευση και εκεί πιστεύω ότι θα φτάσουμε» σημειώνει. «Θα το έβρισκα μάλλον καλό αν το σύστημα “κράσαρε” και επανερχόταν στις εργαστηριακές του ρυθμίσεις,προκειμένου να μπουν σε σωστές βάσεις» συμπληρώνει η κυρία Πολυχρονίδου.
Στα Εξάρχεια ένα μέλος της γενιάς των 500 ευρώ μιλάει και βρίζει, όμως αρνείται να μιλήσει επωνύμως. Οχι για λόγους αντισυστημικής κουλτούρας, αλλά διότι αυτές τις ημέρες πηγαινοέρχεται σε συνεντεύξεις για δουλειά και δεν θέλει να προκαλέσει αρνητική εντύπωση σε πιθανούς εργοδότες. Οταν ο κ. Μαντέλης ήταν υπουργός, ο συγκεκριμένος νέος τελείωνε το Δημοτικό. Είναι 24 ετών και κατα φέρνει να βγάζει τον μήνα με τα χίλια ζόρια. «Πολλά παιδιά βρίσκονται στην ίδια φάση…Εξακολουθώ να βιοπορίζομαι από τους γονείς μου.Εχω σταματήσει να αγοράζω τσιγάρα και κάνω στριφτά για λόγους οικονομίας.Κόβω τα πάντα. Χρησιμοποιώ το Skype για να μη βάλω σταθερό τηλέφωνο» λέει. Από το φιλόδοξο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε αποφοίτησαν 25 παιδιά. Από αυτά δουλειά πρόλαβαν να βρουν μόνο οι εννέα, «έξι μέσω γνωστών και δυο-τρεις κανονικά» σημειώνει. «Μπορεί να μείνω και εννέα χρόνια άνεργος- έτσι λένε οι στατιστικές» τονίζει.
Η αγωνία των νέων και των οικογενειών τους για μια δουλειά φορτίζει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Κάποιος σε μια συνέντευξη, ερωτηθείς από διευθυντή επιχείρησης για το ποσό με το οποίο θα ήταν ικανοποιημένος, ζήτησε 1.000 ευρώ. «Οχι, δεν είναι έτσι. Αλλαξαν τα πράγματα» του απάντησε. «Ο Αγιος Βασίλης πέθανε» σχολιάζεται φλεγματικά από εργοδότες και εργαζομένους…
«Το σύστημα θέλει γκρέμισμα»
«Τον τελευταίο καιρό είμαι σοκαρισμένη.Συμβαίνουν ανήκουστα πράγματα και φαίνεται να τα εκλαμβάνουν όλοι σαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.Επίσης, αυτή η ησυχία είναι ύποπτη και μου προκαλεί φόβο και αστάθεια» λέει η 28χρονη ιδιωτική υπάλληλος κυρία Χρύσα Χωριατέλλη, η οποία βγάζει τον μήνα της με ιδιαίτερη δυσκολία και αναζητεί και δεύτερη δουλειά. «Πάρα πολύς κόσμος αγανακτεί.Εχουν γίνει τόσα πράγματα και κανένας δεν έχει κάνει κάτι.Είμαστε σαστισμένοι και δεν έχουμε καταλάβει τι έχει συμβεί. Οι άνθρωποι είναι σαν να προετοιμάζονται για κάτι μεγάλο.Σαν να κάνει η χώρα το μετέωρο βήμα της» σημειώνει. «Για να πας μπροστάθα πρέπει να τα γκρεμίσεις όλα.Οι βάσεις των ψευδαισθήσεων έπεσαν.Τώρα είμαστε στο σημείο μηδέν» τονίζει.
«Δεν τρέφω αυταπάτες,Το σύστημα δεν μπορεί να γκρεμιστεί από αυτούς που το έχτισαν.Οσο καλές προθέσεις και αν έχουν,δεν πρόκειται να το γκρεμίσουν γιατί είναι αυτοί που το εξέθρεψαν» σχολιάζει ο 45χρονος ιδιωτικός υπάλληλος κ. Θ.Τζήρος. «Αυτή τη στιγμή ξαναμπαίνουν οι κανόνες του παιχνιδιού και γίνεται απόπειρα να περάσουμε ξυστά από αυτούς και να βρεθούν τα νέα κόλπα» λέει. «Το σύστημα δεν διορθώνεται με έμπλαστρα,αλλά θέλει γκρέμισμα συθέμελα.Αυτό που γίνεται τώρα απλώς ξεβολεύει κάποιους,αλλά δεν διαλύει τίποτε. Τώρα στοχοποιήθηκαν κάποιοι κλάδοι.Τώρα τους πήραν χαμπάρι;Τόσα χρόνια κάνουν αυτή τη δουλειά. Να πιστέψω ότι θα αλλάξει κάτι;Και ποιος θα φυλάει τους φύλακες;Ο φόβος;Ποιος φόβος;» αναρωτιέται. «Πώς θα ελέγξεις αυτό το πράγμα, όταν έχεις δεχτεί ότι η αγορά απαγορεύεται να ελέγχεται;Ποιος ορίζει ποιο είναι το υπερβολικό; Είναι η ίδια λογική με την οποία κάναμε τα ΚΕΠ για να κάνουν τη δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου» σχολιάζει ο κ. Τζήρος.