ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, στο προσκήνιο επανέρχονται οι καταθέσεις υπό προειδοποίηση, που συνδυάζουν τα πλεονεκτήματα του κλασικού λογαριασμού ταμιευτηρίου με αυτά της προθεσμιακής κατάθεσης, δηλαδή τη ρευστότητα και τις υψηλότερες αποδόσεις. Σε ό,τι αφορά το σκέλος της κατάθεσης, λειτουργούν ακριβώς όπως οι απλοί καταθετικοί λογαριασμοί. Δηλαδή, ο καταθέτης μπορεί να πραγματοποιεί καταθέσεις για όποιο ποσό και όποια στιγμή επιθυμεί, απολαμβάνοντας μάλιστα επιτόκιο υψηλότερο από αυτό του ταμιευτηρίου. Ωστόσο, όταν πρόκειται να κάνει ανάληψη, πρέπει να ειδοποιήσει την τράπεζα νωρίτερα- π.χ. 30 ή 45 ή 90 ημέρες-, ώστε να μην του επιβληθεί ποινή και να εισπράξει το σύνολο των τόκων που του αναλογούν. Τα επιτόκια αυτών των καταθέσεων είναι ανάλογα του διαστήματος προειδοποίησης. Οσο μεγαλύτερο είναι αυτό τόσο υψηλότερη και η απόδοση.

Ελκυστικά χαρακτηριστικά έχουν και τα επενδυτικά καλάθια, τα οποία εξασφαλίζουν αποδόσεις ως και τετραπλάσιες σε σύγκριση με τα μέσα επιτόκια της αγοράς. Την ίδια στιγμή όμως ενέχουν το ρίσκο απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει διότι τα χρήματα του επενδυτή κατανέμονται μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης μικρής διάρκειας με υψηλό επιτόκιο και αμοιβαίων κεφαλαίων. Ετσι το ρίσκο είναι μηδενικό και η απόδοση εξασφαλισμένη για ένα μέρος του κεφαλαίου, συνήθως για το μισό, ενώ το υπόλοιπο είναι εκτεθειμένο στους κινδύνους των αγορών μέσω των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων.

Το πλεονέκτημα των σύνθετων προϊόντων είναι ότι ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα επιλογής του είδους του αμοιβαίου (ομολογιακό, μεικτό, μετοχικό) στο οποίο θα επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου του, ώστε η επένδυση των χρημάτων του να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο προφίλ του. Συνήθως όσο μεγαλύτερο είναι το ρίσκο που αναλαμβάνεται μέσω των Α/Κ και όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου που επενδύεται σε αυτά τόσο καλύτερη θα είναι η απόδοση της προθεσμιακής κατάθεσης. Θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι το ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο σε αυτά τα προγράμματα είναι σχετικά μικρό και μπορεί να ξεκινά ακόμη και από τις 5.000 ευρώ.