Στη γραφειοκρατία, στο ασαφές θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση επιχειρήσεων και στην απουσία βούλησης για μεταρρυθμίσεις αποδίδει την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας η διευθύντρια του Ινστιτούτου ΙΜDΣουζάν Ροζελέκαι επισημαίνει ότι η βουτιά ξεκίνησε από το 2007 και μετά καθώς καταγράφηκε νέα τάση γιγάντωσης του Δημοσίου. Η ειδικός του Ιnternational Ιnstitute for Μanagement
Development (ΙΜD), το οποίο καταρτίζει την Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας, βρέθηκε την Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη και μίλησε σε εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων συνεργασίας με το ΙΜD. Η κυρία Ροζελέ μίλησε στο «Βήμα» για την επείγουσα ανάγκη βελτίωσης της διεθνούς εικόνας της χώρας μας και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ώστε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα των τελευταίων πέντε ετών.
Πώς από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 φτάσαμε μέσα σε πέντε μόλις χρόνιαστο «βυθό» της κατάταξης του ΙΜD το 2009;

«Μια από τις καλύτερες αξιολογήσεις του ΙΜD για την Ελλάδα ήταν το 2001, όταν η χώρα σας βρέθηκε στην 31η θέση ανάμεσα σε 49 κράτη, ενώ κατά μέσον όρο τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα ήταν στην 36η θέση. Παρατηρήθηκε μια μικρή υποχώρηση το 2005, όπως συμβαίνει συχνά έπειτα από Ολυμπιακούς Αγώνες, ωστόσο από το 2007 άρχισε μια συνεχής καθοδική πορεία και η χώρα σας έπεσε στην 52η θέση ανάμεσα σε 59 οικονομίες το 2009».

– Πώς εξηγείτε τη «βουτιά» που καταγράψατε μετά το 2007;

«Τη χρονιά εκείνη παρατηρήθηκε επιδείνωση της τάσης για γιγάντωση του δημόσιου τομέα, ο οποίος διαχρονικά συμπιέζει τον ιδιωτικό. Εχετε μεγάλα και αντιπαραγωγικά κρατικά μονοπώλια και την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες που θέλουν να ιδρύσουν νέες εταιρείες αντιμετωπίζουν εμπόδια από το ασαφές θεσμικό πλαίσιο και τη γραφειοκρατία. Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας από το 2007 σχετίζεται όμως με τη συνεχή διόγκωση του Δημοσίου και την κακοδιαχείριση σε αυτό και παράλληλα με την πολύ περιορισμένη πολιτική βούληση για να προωθηθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Πέρα από τις αλλαγές στο κράτος, στο συνταξιοδοτικό και στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, η Ελλάδα πρέπει στο εξής να κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει εδώ τα καλύτερα μυαλά, καθώς ήδη καταγράφεται η τάση των νέων να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό».

– Συζητήθηκε πολύ η προτροπή του ΔΝΤ για τη μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας; Ποια είναι η άποψή σας;

«Κατά τη γνώμη μου το ΔΝΤ έχει την άποψη ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα περνάει από την περικοπή του δημόσιου τομέα, ώστε το βάρος από το χρέος να μην παραμένει ασήκωτο για τις επόμενες γενιές. Επίσης, πριν από χρόνια ένας αριθμός ατόμων υποστήριζε έναν συνταξιούχο, ενώ τώρα η αναλογία πλησιάζει το ένα προς ένα- αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί».

– Πέρα από τα διαρθρωτικά προβλήματα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι κυρίως θέμα μισθών ή τιμών;

«Είναι ένας συνδυασμός. Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας σχετίζεται και με την ανταγωνιστικότητα των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, γιατί τα τελευταία χρόνια οι μισθοί αυξήθηκαν με πολύ υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με την παραγωγικότητα, εφόσον υπήρχε ο στόχος της σύγκλισης με τις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες της Ευρώπης. Οσον αφορά την ανταγωνιστικότητα των τιμών το πρόβλημα σχετίζεται με το μέσο κόστος μιας επιχείρησης που έρχεται στην Ελλάδα. Στο παρελθόν είχατε το πλεονέκτημα του κόστους, το οποίο όμως χάσατε με την πάροδο των ετών. Μια χώρα δεν μπορεί να παραμένει επ΄ άπειρον χώρα χαμηλού κόστους, θα υπάρξουν στην πορεία άλλες χώρες που θα είναι φθηνότερες, όπως οι αναδυόμενες οικονομίες. Γι΄ αυτό πρέπει να κινηθείτε σε δραστηριότητες με υψηλότερη ποιότητα, σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες».

«Καταστροφικό το σενάριο της αναδιάρθρωσης»
– Συζητήθηκε πολύ αυτή την εβδομάδα, και μάλιστα από διάσημους οικονομολόγους, το σενάριο της αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας. Τι λέτε;

«Ξέρετε, πολλοί επιθυμούν να προκαλούν με τις δηλώσεις τους. Πιστεύω ότι θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα, καθώς θα έχανε την αξιοπιστία της σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο θα ήταν απρόθυμο να συνεχίσει τις πιστώσεις προς τη χώρα. Παράλληλα θα ήταν καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας μακροπρόθεσμα. Υπάρχουν πιο ήπιες εναλλακτικές, όπως η επιμήκυνση της αποπληρωμής ορισμένων ομολόγων. Το μόνο ρίσκο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν ο εφησυχασμός των αρχών, διότι υπάρχει κίνδυνος να επικρατήσει η λογική ότι τώρα που «αγοράσαμε χρόνο» δεν χρειάζεται να κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές και θυσίες».