Το 1933, σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής κρίσης και απόλυτης απειλής για τη συνοχή της αμερικανικής κοινωνίας, ο τότε πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ, σε έναν από τους ιστορικούς αποφασιστικούς λόγους του, είχε τονίσει με έμφαση: «Αναλαμβάνω με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης μου να ηγηθώ του στρατεύματος του αμερικανικού λαού σε έναν ανηλεή πόλεμο απέναντι στα προβλήματα και στις ανάγκες της χώρας».

Το μήνυμα ήταν σαφές και η απόφασή του δεδομένη. Ο Ρούζβελτ έμεινε εκεί, σχεδίασε την ανασυγκρότηση της αμερικανικής οικονομίας και την έθεσε σε κίνηση, συγκρουόμενος με τραπεζίτες, με επιχειρηματίες, με τους συντηρητικούς που επέμειναν στη γραμμή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με εκείνους τέλος πάντων που είχαν λόγους να αντιστρατεύονται τις επιλογές του.

Εδωσε μάχες πολιτικές και ιδεολογικές, είπε βαριές κουβέντες, δεν δίστασε ούτε στιγμή, ούτε κρύφθηκε από τις πάνω τάξεις. Εφθασε μάλιστα κάποια στιγμή να δηλώνει, απευθυνόμενος στους πλούσιους και στους ισχυρούς της Αμερικής: «Ξέρω ότι με μισείτε, αλλά το μίσος σας με ενθαρρύνει, μου δίνει δύναμη να προχωρήσω».

Την έδωσε τη μάχη και κέρδισε με το πάθος και την προσπάθειά του την αμέριστη υποστήριξη του αμερικανικού λαού. Το μυστικό της επιτυχίας του έγκειται στο γεγονός ότι δεν δίστασε ούτε στιγμή, ότι ήξερε το πρόβλημα και επέλεξε λύση ξεχωριστή, την οποία σχεδίασε και υπηρέτησε συστηματικά και οργανωμένα, με συνέπεια και πίστη. Ετσι απέκτησε φανατικούς φίλους και άδολους υπερασπιστές, έτσι κατέκτησε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία.

Ψάχνοντας αναλογίες με την τρέχουσα ελληνική κρίση θα διαπιστώσει ο καθείς ότι και εμείς δηλώσαμε πως είμαστε σε πόλεμο και εμείς μιλήσαμε για πατριωτικό συμβόλαιο, αλλά δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε συνθήκες αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης. Ο ελληνικός λαός δεν βρήκε τις απαντήσεις που αναζητούσε, δεν είδε στημένους απέναντι εκείνους που βύθισαν τη χώρα, δεν είδε κινήσεις και πρωτοβουλίες ικανές να τον πείσουν για το δίκαιο της προσπάθειας και την καθαρότητα της στόχευσής της.

Μισές δουλειές οι περισσότερες, διεκπεραιώνονται με κλαψουρίσματα και ασθενείς δικαιολογίες, με λόγια κενά, χωρίς πάθος, χωρίς πίστη, χωρίς τιμωρία για τους ενόχους.

Πώς αλήθεια να εμπνεύσει, πώς να πείσει, πώς να κινητοποιήσει η δική μας κυβέρνηση τον λαό που νιώθει ότι χάνει και χάνεται;

Πώς να εμπνεύσει, πώς να δημιουργήσει όραμα ελπιδοφόρο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όταν δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει αυτόματα στον κυνισμό του κ. Μαντέλη;

Υπάρχει πάντως ακόμη λίγος χρόνος. Προλαβαίνουν όσοι ενδιαφέρονται να μελετήσουν την αμερικανική εμπειρία του 1933…

akarakousis@dolnet.gr