Oι φόβοι για το μέλλον του ευρώ έχουν συμβάλει στην καταβύθιση των παγκόσμιων αγορών στο χάος, με τις τιμές των μετοχών σε όλο τον κόσμο να αντιδρούν αρνητικά στην πιθανότητα διάλυσης της ευρωζώνης και χρεοκοπίας αρκετών από τα κράτημέλη της.

Θα επιζήσει το ευρώ; Ιδού ένα ερώτημα που, πριν από δύο χρόνια, θα φάνταζε εξωφρενικό. Αρκούσε να υπαινιχθεί κάποιος πως η ευρωζώνη είχε χτιστεί πάνω σε σαθρά θεμέλια για να βαπτιστεί «ευρω-φοβικός»- κάποιος που μισεί συνολικά την Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι μόνο το κοινό της νόμισμα. Και αυτό γιατί το ευρώ έμοιαζε επιτυχημένο. Υστερα από κάποια πρώτα σκαμπανεβάσματα, καθιερώθηκε ως νόμισμα πρώτης γραμμής, ενώ διευκόλυνε τη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το σημαντικότερο: η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ φάνηκε να εγγυάται μεγαλύτερη δημοσιονομική σταθερότητα- ιδίως για χώρες που είχαν αδύναμα εθνικά νομίσματα, όπως η Ισπανία και η Ιταλία-, ενώ συνάμα επέτρεπε τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι θύλακες δυσαρέσκειας. Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία ένιωθαν πως η χώρα τους είχε αναγκαστεί να υιοθετήσει υπερβολικά αυστηρά μέτρα λιτότητας για να κρατήσει χαμηλά τις δημόσιες δαπάνες της, ενώ και η εκτίναξη στα ύψη των τιμών των ακινήτων στην Ισπανία και την Ιρλανδία εξέθεσε σε όλους τα προβλήματα που συνοδεύουν τη λογική «ένα επιτόκιο για όλους». Ακόμη πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός της παραβίασης του κανόνα της Συνθήκης του Μάαστριχτ για συγκράτηση των δημοσίων ελλειμμάτων κάτω από το 3% του ΑΕΠ, από πολλές χώρες- ανάμεσά τους τη Γαλλία και τη Γερμανία. Οσο όμως διαρκούσε η οικονομική άνθηση, τα παραπάνω έμοιαζαν μικρό τίμημα για τη σταθερότητα που χάριζε το κοινό νόμισμα στην ήπειρο.

Η παγκόσμια ύφεση άλλαξε τα πάντα, εκθέτοντας τρία θανάσιμα δομικά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το πρώτο είναι ότι τα κράτη-μέλη που απήλαυσαν τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, χάρη κυρίως στο «ράλι» στις αγορές ακινήτων τους, είναι αυτά που αντιμετωπίζουν τη βαθύτερη ύφεση. Εκ των υστέρων, θα έλεγε κανείς πως θα ήταν καλύτερα για την Ιρλανδία ή την Ισπανία να είχαν περιορίσει κάπως τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εφαρμόζοντας υψηλότερα επιτόκια- αν είχαν διατηρήσει αυτή τη δυνατότητα.

Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι πως η Γερμανία αναγκάστηκε να περιορίσει την εγχώρια ζήτηση, αντί να βοηθήσει την ανάπτυξη αγοράζοντας περισσότερα προϊόντα άλλων κρατών. Τρίτο, και σοβαρότερο, είναι πως οι κυβερνήσεις κάποιων από τα πιο αδύναμα κράτη αφέθηκαν να συσσωρεύσουν τεράστια ελλείμματα, που χρηματοδοτήθηκαν από τον φθηνό δανεισμό σε ευρώ. Η έκρηξη ανάπτυξης που βίωναν, στην επιφάνεια, συνέβαλε στη συγκάλυψη της έλλειψης δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Η θρυαλλίδα που οδήγησε στο σημερινό χάος ήταν η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το εξωτερικό χρέος της χωρίς βοήθεια. Ομως οι τεράστιες πιστώσεις που επιστρατεύθηκαν πριν από δύο εβδομάδες για να υποστηρίξουν την Ελλάδα και άλλες αδύναμες χώρες της ευρωζώνης, ύψους 750 δισ. ευρώ, απέτυχαν να πείσουν τις αγορές ότι η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Οι δηλώσεις πολλών ηγετών της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η απειλή του γάλλου προέδρου Σαρκοζί πως θα εγκατέλειπε το ευρώ αν η Γερμανία δεν συνυπέγραφε το σχέδιο «τριτεγγύησης» των χρεών των άλλων, έκαναν τις αγορές να αναρωτιούνται κατά πόσο το ευρώ θα μπορέσει, τελικά, να διασωθεί.

Οσο για την ίδια την ευρωζώνη, η Γερμανία πιέζει για μια νέα, ακόμη αυστηρότερη εκδοχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που θα περιορίζει τη δυνατότητα των εθνικών κυβερνήσεων να συσσωρεύουν μεγάλα ελλείμματα. Ταυτόχρονα, οι φόβοι πως κάποια χώρα μπορεί να κηρύξει στάση πληρωμών απειλούν την οικονομική ανάκαμψη ολόκληρης της Ενωσης, καθώς μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε τρομερά προβλήματα στις τράπεζες που κατέχουν ομόλογα χωρών της ευρωζώνης. Η Ελλάδα έχει γίνει η νέα Lehman Βrothers: μια πιθανή κατάρρευσή της θα υπονόμευε το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.

Θα επιστρέψει η ηρεμία στις αγορές; Η απάντηση είναι σίγουρα ναι. Συνεργαζόμενες, οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις πάντα νικούν σε βάθος χρόνου. Ενας από τους λόγους της σημερινής αναταραχής είναι ότι υπάρχουν εμφανείς και βαθιές διαφωνίες απόψεων ανάμεσα στις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης. Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όμως έχει χάσει σε αξιοπιστία, από τη στιγμή που αποφάσισε- όπως όλα δείχνουν- να αγοράσει ομόλογα αδύναμων κρατών που οι αγορές δεν θέλουν ούτε να αγγίξουν.

Θα επιζήσει η ευρωζώνη; Αυτό το ερώτημα είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί. Είναι όμως φανερό πλέον πως για να επιβιώσει το κοινό νόμισμα θα απαιτηθεί η μετατροπή της νομισματικής ένωσης και σε δημοσιονομική, με πολύ αυστηρότερους μηχανισμούς ελέγχου επί των προϋπολογισμών των μελών της. ΄Η θα πρέπει κάποια μέλη να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το ευρώ, τουλάχιστον προσωρινά. Από τη στιγμή που οι αγορές θα καταλάβουν πως ένα ελληνικό ή ισπανικό ευρώ δεν είναι το ίδιο ασφαλές με ένα γερμανικό ευρώ, η νομισματική ένωση δεν θα μπορεί πλέον να επιζήσει.