Βρυξέλλες, τέλη Μαΐου 1975. Ηταν ακριβώς πριν από 35 χρόνια όταν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ συναντήθηκαν στο εντυπωσιακό Ανάκτορο Εγκμόν και συμφώνησαν (είχε μάλιστα εκδοθεί και επίσημη ανακοίνωση) να παραπέμψουν το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Συμφώνησαν επίσης ότι οι εμπειρογνώμονες των δύο χωρών θα είχαν μια νέα συνάντηση στις 25 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι για τη σύνταξη του απαραίτητου συνυποσχετικού. Του κειμένου, δηλαδή, με το οποίο οι δύο πλευρές θα συνομολογούσαν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο και θα παρέπεμπαν προς επίλυση στη Χάγη. Τρεις ημέρες όμως νωρίτερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, η Αγκυρα υπαναχώρησε από τα συμφωνηθέντα και έκανε γνωστό ότι στην κοινή ανακοίνωση που θα δινόταν στον Τύπο μετά τη συνάντηση δεν θα δεχόταν να γίνει μνεία για το συνυποσχετικό αλλά να υπάρξει μια απλή αναφορά ότι εξετάστηκαν τα προβλήματα του Αιγαίου. Εκτοτε η Αγκυρα αρνείται επιμόνως την προσφυγή και μόνο πριν από λίγες ημέρες, όταν ο κ. Ερντογάν επέστρεψε στην Αγκυρα από την επίσκεψή του στην Αθήνα, δήλωσε ότι θα μελετήσει το θέμα προτείνοντας να υπάρξει μια κοινή προσφυγή και για το θέμα του εναερίου χώρου.

Γνωστό είναι ότι η τουρκική πλευρά εδώ και χρόνια δεν αποδέχεται την ελληνική θέση πως το μοναδικό πρόβλημα στο Αιγαίο είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θέτοντας μια σειρά άλλα θέματα που όμως, κατά την Αθήνα, δεν αποτελούν διμερείς διαφορές αλλά μονομερείς διεκδικήσεις. Και για τον λόγο αυτόν το αδιέξοδο συνεχίζεται και οι δύο χώρες έχουν οδηγηθεί δύο φορές στο χείλος του πολέμου. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει να αρνείται την παραπομπή και άλλων ζητημάτων στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως ο ελληνικός εθνικός εναέριος χώρος, που δεν ταυτίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων, όπως επιτάσσει το διεθνές δίκαιο. Ούτως ή άλλως, αν ξεκινήσει η συζήτηση για τη σύνταξη του συνυποσχετικού για την υφαλοκρηπίδα, υποχρεωτικά θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία για το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, εφόσον τα όρια της υφαλοκρηπίδας εκτείνονται πέραν των χωρικών υδάτων. Εδώ θα φανεί κατά πόσον η ελληνική πλευρά θα μπορέσει να επιβάλει στην πράξη την επέκταση ως τα 12 μίλια (την οποία επικαλείται τόσα χρόνια, με αποτέλεσμα να αντιδρά η Τουρκία με την απειλή του casus belli), ή να βρεθεί κάποια λύση μεταξύ 6 και 12 μιλίων. Σχετικές συζητήσεις είχαν ξεκινήσει επί κυβερνήσεως Σημίτη αλλά δεν ολοκληρώθηκαν.

Oλα αυτά δείχνουν ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, τα προβλήματα του Αιγαίου είναι διασυνδεδεμένα και για να λυθούν πρέπει να υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές, η οποία θα αγνοεί το όποιο πολιτικό κόστος, εφόσον συμφωνία χωρίς συμβιβασμό δεν μπορεί να υπάρξει. Το παρελθόν απέδειξε ότι η εμμονή σε αδιαπραγμάτευτες θέσεις και η καλλιέργεια εθνικιστικής υστερίας δεν οδηγούν πουθενά και πάντως όχι στην επικράτηση των ελληνικών ή των τουρκικών απόψεων. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν οι κκ. Παπανδρέου και Ερντογάν μπορούν να ξεπεράσουν τις γνωστές αγκυλώσεις και να κάνουν την υπέρβαση που απαιτείται. Το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο αλλά μόνο έτσι θα αποδειχθεί ότι αυτοί που αποκάλεσαν «ιστορική» την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα δεν θα μείνουν στα παχιά λόγια αλλά θα προχωρήσουν και στις αναγκαίες πράξεις ώστε ο βαρυσήμαντος αυτός όρος να αποκτήσει επιτέλους την πραγματική του έννοια.