Δύο μήνες βίας και ταραχών στους δρόμους της Μπανγκόκ έληξαν όταν η τελευταία ομάδα των διαμαρτυρόμενων πολιτών βγήκε από έναν βουδιστικό ναό, όπου είχε καταφύγει, ταλαιπωρημένη, φοβισμένη και δακρυσμένη. Οι γυναίκες αστυνομικοί που τους συνόδευαν, τους καθησύχαζαν, λέγοντάς τους «μη φοβάστε, είστε πλέον ασφαλείς».

Και όμως, μία ημέρα μετά τίποτε δεν έδειχνε να μοιάζει ασφαλές στη χώρα. Το ίδιο το μέλλον της Ταϊλάνδης μοιάζει σήμερα τραγικά αβέβαιο. «Ηταν η χειρότερη ημέρα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Κανείς δεν βγήκε κερδισμένος από τις ταραχές αυτές. Ολοι έχασαν, κυρίως η ίδια η Ταϊλάνδη» λέει ο κυβερνητικός γερουσιαστής Ανουσάρτ Σουβανμονγκόλ.

Πράγματι οι ταραχές δεν έλυσαν απολύτως καμία διαφορά. Το χάσμα μεταξύ των παρατάξεων αντί να αμβλυνθεί μεγάλωσε και οι έχθρες μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών αντί να κατευναστούν έγιναν χειρότερες.

Οι ελπίδες για τη διενέργεια ειρηνικών εκλογών μοιάζουν θολές. Ακόμη και αν γίνουν οι εκλογές, είναι αμφίβολο αν ο ηττημένος θα αποδεχθεί τη νομιμότητα του αποτελέσματος μέσα σε ένα όλο και πιο πολωμένο πολιτικό κλίμα.

Επιπλέον το αντικυβερνητικό συναίσθημα ενισχύθηκε, ιδιαίτερα στα βόρεια και βορειοανατολικά της χώρας, από όπου κατάγονται πολλοί από τους διαδηλωτές.

«Είμαστε μάρτυρες της χειρότερης κρίσης στην Ταϊλάνδη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει προς τα πού βαδίζει αυτή τη στιγμή η χώρα» λέει ο ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ Τσαρλς Κιζ.