ΜΠΑΝΓΚΟΚ Στις φλόγες παραδόθηκε χθες η Μπανγκόκ ύστερα από την έφοδο του στρατού εναντίον των διαδηλωτών που είχαν καταλάβει το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι ηγέτες των εξεγερμένων αγροτών και των φτωχών κατοίκων των πόλεων παραδόθηκαν στις Αρχές, όμως οι οπαδοί τους απάντησαν πετώντας χειροβομβίδες και βάζοντας φωτιά σε κυβερνητικά κτίρια. Μαύροι καπνοί σκέπαζαν επί ώρες τον ουρανό επάνω από την πρωτεύουσα, ενώ εκφράζονταν ανησυχίες για εξάπλωση της κρίσης και σε άλλες πόλεις της Ταϊλάνδης.
Ο πρωθυπουργός Αμπχισίτ Βετζαζίβα επιχείρησε να καθησυχάσει σε τηλεοπτικό διάγγελμά του τους πολίτες, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει την τάξη, όμως οι φλόγες που εξαπλώνονται στην Μπανγκόκ τον διαψεύδουν. Οι Αρχές επέβαλαν απαγόρευση της κυκλοφορίας χθες το βράδυ και ο πρωθυπουργός έδωσε το «πράσινο φως» στους στρατιώτες να πυροβολούν αμέσως όσους θεωρούν ύποπτους για εμπρησμό.
Νωρίτερα ο στρατός κινήθηκε δυναμικά εναντίον των χιλιάδων «κόκκινων πουκαμίσων» που έχουν στρατοπεδεύσει στο διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Μπανγκόκ εδώ και δύο μήνες απαιτώντας τη διενέργεια εθνικών εκλογών. Οι διαδηλωτές διαμαρτύρονται για την εκδίωξη του πρωθυπουργού Τακσίν Σιναουάτρα μέσω αναίμακτου πραξικοπήματος το 2006 και για την αντικατάστασή του από τον σημερινό πρωθυπουργό, τον οποίο κατηγορούν για έλλειψη νομιμότητας επειδή εξελέγη στο κοινοβούλιο και όχι από τη λαϊκή ψήφο. Κάθε προσπάθεια του στρατού να τους διαλύσει το τελευταίο δίμηνο κατέληξε σε αιματοχυσία, με θύματα σχεδόν αποκλειστικώς από την πλευρά των διαδηλωτών.
Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν και χθες πραγματικά πυρά για να διαλύσουν τους καταληψίες στο κέντρο της πρωτεύουσας, σκοτώνοντας πέντε διαδηλωτές και έναν ιταλό φωτογράφο και τραυματίζοντας 60 άτομα. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, υπάρχουν και άλλοι νεκροί μέσα στους ναούς όπου έχουν καταφύγει «κόκκινα πουκάμισα», κυρίως γυναίκες και παιδιά. Η κατάσταση στις περιοχές γύρω από την κατάληψη θεωρείται κρίσιμη.
Μόλις οι ηγέτες του κινήματος παραδόθηκαν στην αστυνομία χθες το απόγευμα, οι οπαδοί τους έβαλαν φωτιά στο Χρηματιστήριο της Μπανγκόκ, σε αρκετές τράπεζες, στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας ηλεκτρισμού, στο Central World (ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ασίας) και σε ένα σινεμά το οποίο κάηκε ολοσχερώς. Μάχες μεταξύ διαδηλωτών και στρατιωτών συνεχίζονταν μέσα στη νύχτα, ενώ κυκλοφόρησαν φήμες για λεηλασίες, κάτι που επέτεινε την εντύπωση του χάους.
Η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομία και τον τουρισμό σε μια χώρα η οποία μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο μια από τις πιο σταθερές στη Νοτιοανατολική Ασία.
Η 10ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας τέθηκε σε ισχύ στην Μπανγκόκ και σε 23 ακόμη επαρχίες στις 8 το βράδυ και η κυβέρνηση δήλωσε πως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα συνεχίζονταν όλη τη νύχτα στην πρωτεύουσα. «Η αποψινή θα είναι άλλη μια δύσκολη νύχτα» δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πανιτάν Βαταναγιαγκόμ. Η κυβέρνηση επέβαλε επίσης μερική απαγόρευση στους τηλεοπτικούς σταθμούς, ορίζοντας πως πρέπει να μεταδίδουν μόνο κυβερνητικές ειδήσεις.
«Μπορούν να μεταδίδουν το τακτικό τους πρόγραμμα, αλλά μας ανησυχούν οι ζωντανές μεταδόσεις» πρόσθεσε.
Οι διαδηλωτές έστρεψαν την οργή τους και προς τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία κατηγορούν για φιλοκυβερνητική στάση. Επιτέθηκαν εναντίον των γραφείων του κρατικού Καναλιού 3, βάζοντας φωτιά σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα στους διπλανούς δρόμους και τρυπώντας αγωγούς νερού για να πλημμυρίσουν το κτίριο.
Λίγες ώρες αργότερα τυλίχθηκε στις φλόγες και οι εργαζόμενοι διασώθηκαν με ελικόπτερα. Το χρηματιστήριο αποφασίστηκε να παραμείνει κλειστό ως το τέλος της εβδομάδας. Η κεντρική τράπεζα διέκοψε τις εργασίες όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Μπανγκόκ σήμερα και αύριο.
Τουλάχιστον 80 άτομα έχασαν τη ζωή τους και 1.800 τραυματίστηκαν από τα μέσα Μαρτίου, όταν ξέσπασε η κρίση ύστερα από την κάθοδο χιλιάδων «κόκκινων πουκάμισων» στην Μπανγκόκ και την κατάληψη τμήματός της.