Η σημερινή παγκόσμια κρίση ανατρέπει ταχύτατα το στάτους κβο στην ευρωζώνη και στην υπόλοιπη ΕΕ. Γίνεται, δηλαδή, κάτι που δεν κατάφεραν να κάνουν οι ατέρμονες συζητήσεις οκτώ και πλέον ετών για το Ευρωσύνταγμα και για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Σε αυτές τις συζητήσεις οι πολίτες δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς συζητούσαμε και ποιο ήταν το διακύβευμα. Αντίθετα, τώρα όλοι ζουν τις συνέπειες της κρίσης και ταυτόχρονα βλέπουν ότι απειλούνται το ευρώ και η ευρωζώνη με διάλυση. Αρα τέθηκε επιτακτικά το δίλημμα: Ή θα πάμε μπρος διατηρώντας και ενισχύοντας το ευρώ ή θα πάμε πίσω διαλύοντάς το. Με τις πρόσφατες αποφάσεις δημιουργίας του μηχανισμού χρηματοδότησης φαίνεται να πηγαίνουμε μπρος. Ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζεται το σημείο ισορροπίας της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Αυτό συμβαίνει όταν σε μια διαπραγμάτευση δεν επιβάλλονται μόνο όροι πολιτικής αλλά συνοδεύονται και από σημαντική χρηματοδότηση. Αυτές οι διαδικασίες ενισχύονται ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται άμεσα στη διαπραγμάτευση τα εθνικά κοινοβούλια και τελικά αποφασίζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Αρχικά οι ηγέτες της ευρωζώνης έδειξαν αργά αντανακλαστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος ενώ οι αγορές στρέφονταν κατά του συστήματος της ευρωζώνης γιατί είχε δύο σοβαρές ατέλειες. Δεν επρόκειτο για τυχαίες παραλείψεις αλλά για αποφάσεις που απεικόνιζαν και κατέγραφαν το επίπεδο της πολιτικής ενοποίησης την εποχή της διαπραγμάτευσης του ενιαίου νομίσματος.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ απαγορεύει τη χρήση δύο σημαντικών εργαλείων πολιτικής τα οποία κάθε οικονομική εξουσία χρησιμοποιεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το ένα είναι ο υπερβολικός δανεισμός του δημόσιου τομέα και το άλλο είναι η έκδοση χρήματος για την εξυπηρέτηση αυτής της υπερχρέωσης. Είναι προφανές ότι αυτά τα εργαλεία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ευκαιριακά αλλά μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις. Πρέπει όμως να υπάρχουν. Για παράδειγμα, η μεταπολεμική Γερμανία, μια χώρα με ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες στα δημόσια οικονομικά και στη νομισματική πολιτική, για να αντιμετωπίσει την επανένωσή της, τα χρησιμοποίησε κατά κόρον. Το δημόσιο έλλειμμα από το μηδέν αυξήθηκε

Το ευρώ (γλυπτό) δεσπόζει στον περίβολο της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας

στο 5% και ταυτόχρονα η κεντρική τράπεζα, η περιβόητη Μπούντεσμπανκ, υποχρεώθηκε να αντικαταστήσει τα μάρκα της Ανατολικής Γερμανίας εκδίδοντας μια υπερβολική ποσότητα μάρκων της Δυτικής Γερμανίας με ισοτιμία ένα προς ένα.

Το άλλο άκρο βέβαια αυτής της πολιτικής είναι όταν μια ανεύθυνη κυβέρνηση αυξάνει το χρέος και εκδίδει χρήμα εμφανιζόμενη ως φιλολαϊκή με στόχο να κερδίσει μια εκλογική αναμέτρηση. Μια τέτοια κυβέρνησηόπως καλά γνωρίζουμε στη χώρα μας – δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στον τόπο της. Η ευρωζώνη λοιπόν, όταν δημιουργήθηκε, θέσπισε την απαγόρευση της χρήσης αυτών των εργαλείων γιατί δεν υπήρχε η αναγκαία πολιτική εμπιστοσύνη και η αναγκαία πολιτική ενοποίηση που θα επέτρεπε τη χρησιμοποίησή τους. Με το ξέσπασμα όμως της κρίσης η χρήση αυτών των δύο εργαλείων κατέστη αναγκαία για όλες τις κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο. Η ευρωζώνη τα χρησιμοποίησε μεν, αλλά με μεγάλη διστακτικότητα, με έμμεσο τρόπο και κυρίως αντιφάσκοντας με το πνεύμα της Συνθήκης. Ολα τα κράτη υπερχρεώθηκαν, απολογούμενα όμως γι΄ αυτή την υπέρβαση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενώ αγόραζε κρατικά ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες με επιτόκιο 1% δημιουργώντας χρήμα προειδοποιούσε ότι αυτό θα είναι εντελώς προσωρινό και θα σταματήσει σύντομα. Απηύθυνε μάλιστα και ειδική προειδοποίηση προς τις ελληνικές τράπεζες.

Αυτές οι αντιφάσεις είναι βούτυρο στο ψωμί των κερδοσκόπων αλλά και πηγή ανησυχίας για όλους όσοι διαθέτουν κρατικά ομόλογα. Οι αγορές δοκίμαζαν την αξιοπιστία αυτών των υπερβάσεων του συστήματος. Οι πολιτικές δηλώσεις, ακόμη και των συνόδων κορυφής, δεν έπειθαν. Ετσι οι αγορές και οι κερδοσκόποι έγιναν «σύμμαχοι» της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τα κατάφεραν… καλύτερα και από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Απέδειξαν ότι ο ιός της υπερχρέωσης δεν είναι ελληνικός, είναι διεθνής. Χτύπησε όμως πρώτα τον πιο ευάλωτο και τον πιο δημοσιονομικά ανεύθυνο, που ήταν η χώρα μας. Οι πολιτικές ηγεσίες τελικά αποφάσισαν, έστω και δύσκολα, να παρακάμψουν τον στρουθοκαμηλισμό που επέβαλλε η Συνθήκη. Τα 750 δισ. ευρώ του μηχανισμού συν τα 110 δισ. ευρώ της Ελλάδας, αν χρησιμοποιηθούν, θα αυξήσουν το χρέος των χωρών της ευρωζώνης περίπου κατά 10 μονάδες ως προς το ΑΕΠ. Σήμερα υπερβαίνει το 80% και μπορεί, έτσι, να πάει και στο 90%.

Οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη μείωση των spreads σημαίνουν σημαντική επιπλέον έκδοση χρήματος. Ταυτόχρονα, εκτός από την Ελλάδα, και άλλες χώρες υποχρεώθηκαν να πάρουν δύσκολα μέτρα λιτότητας. Αρα το σχέδιο είναι συνολικό, είναι ευρωπαϊκό, είναι πολιτικό και προωθεί την πολιτική και οικονομική ενοποίηση. Περιμένουμε όμως όλοι να δούμε την αντίδραση της κοινωνίας για να κρίνουμε το αποτέλεσμα.

Ο κ. Γιώργος Γλυνός είναι ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ στη θέση «Σταύρος Κωστόπουλος» και πρώην σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.