Σύμφωνα με τον αρχαίο Πλούταρχο, τις κακές ειδήσεις για το ολέθριο φιάσκο της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία το 413 π.Χ. τις εκόμισε πρώτος ένας κουρέας από τον Πειραιά. Ενας ξένος που ξεμπάρκαρε στο λιμάνι πήγε για κούρεμα στο μαγαζί του, κι εκεί, μεταξύ ψαλιδιού και ξυραφιού, έδωσε την ανταπόκρισή του από το μέτωπο. Ο μπαρμπέρης ανέβηκε τρέχοντας την Πειραιώς για να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα του ρεπορτάζ, προσέκρουσε στη δυσπιστία των Αθηναίων, κατηγορήθηκε ως κακόβουλος σπερμολόγος και βρέθηκε τελικά τεντωμένος στον βασανιστήριο τροχό της αλήθειας μέχρι τη στιγμή που πιο αξιόπιστοι αγγελιοφόροι επιβεβαίωσαν μαζικά τα λεγόμενά του. Σημειωτέον ότι τα κουρεία της Αρχαιότητας λειτουργούσαν, άτυπα αλλά συστηματικά, ως κέντρα υποδοχής και διασποράς πληροφοριών, δηλαδή άλλοτε ως λίγο πολύ αξιόπιστες ημερήσιες και, συχνά, ως χαλκεία. Σημειωτέον, ακόμη, ότι στη μία από τις δύο περιπτώσεις όπου ο Πλούταρχος αφηγείται το περιστατικό, ο τίτλος του συγγράμματος είναι «Περί αδολεσχίας». Ο όρος ανήκει στα πανάρχαια τιμαλφή της «μητέρας όλων των γλωσσών» και μπορεί να καλύψει όλους τους βαθμούς και τους τόνους της φλυαρίας, από τη γλωσσική ακράτεια του καλού κόσμου μέχρι τις «παπαριές» και το «ράδιο αρβύλα» της συγκαιρινής μας πιάτσας.

Η ιστορία του αρχαίου μπαρμπέρη θα μπορούσε να είναι μια καλή αλληγορία για τις αβυσσαλέες διαφορές που χωρίζουν τα στοιχειώδη του προνεωτερικού παρελθόντος από το σύγχρονο επικοινωνιακό και ειδησεογραφικό καθεστώς. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως μια επιμέρους όψη του ζητήματος, και συγκεκριμένα η διαχείριση των κακών ειδήσεων, οι οποίες, σαν τις δυστυχισμένες οικογένειες του Τολστόι, αποτελούν πάντα την πιο ενδιαφέρουσα πρόκληση. Και η διαφορά στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο η σύγχρονη μαζικότητα και η ακαριαία ταχύτητα της διασποράς τους ή το αναντίρρητο κύρος της συνοδευτικής εικόνας (σε τελική ανάλυση, ποσοτικές αλλαγές, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς), όσο η διαμόρφωση μιας κινδυνολογικής κουλτούρας η οποία όχι μόνο επεξεργάζεται το πραγματικό και ήδη συντελεσμένο αλλά προεικάζει, άλλοτε με εμπράγματη, άλλοτε με φαντασιωτική, και πάντως με συστηματική «αδολεσχία», τα χειρότερα από τα πιθανά και τα ενδεχόμενα. Πρόκειται για κουλτούρα προληπτικού συναγερμού που, είτε υπηρετεί λανθάνοντα συμφέροντα είτε όχι, κατορθώνει να κατασκευάζει φοβικές και αγχωτικές πραγματικότητες, συχνά ασύμμετρες προς το αρχικό ερέθισμα.

Να θυμηθούμε ότι τα τρία μηδενικά της χιλιετίας που διανύουμε ήρθαν μαζί με τον πανδημικό φόβο του Υ2Κ, του ψηφιακού ιού που απέτυχε να κάνει το πολυδιαφημισμένο ντεμπούτο του αφού όμως πρώτα φορολόγησε γενναία τους πιστούς του «συναγερμισμού». Αλλοι, σαφώς πιο πραγματικοί ιοί, καθένας με τον μάχιμο κωδικό του (από το δύσηχο SΑRS του 2003 μέχρι τον προχτεσινό, και άδοξα λησμονημένο, νεογριππικό Η1Ν1), άρχισαν την καριέρα τους στο αρχηγείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ως απλές υγειονομικές απειλές για να τη συνεχίσουν ως «βιβλικές μάστιγες» μέσα στον μιντιακό πολλαπλασιαστή. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποιες ποσότητες ηφαιστειακής τέφρας εξήγαγε η Ισλανδία πριν από μερικές μέρες, αλλά οι αιθέρες επέστρεψαν στη συνωστισμένη ρουτίνα τους ακριβώς τη στιγμή που από φύλλο σε φύλλο και από κανάλι σε κανάλι το επάρατο νέφος έμοιαζε να καλύπτει δυο ωκεανούς και τρεις ηπείρους με αδιάγνωστη ημερομηνία λήξης. Πριν από λίγα χρόνια, η ενορχηστρωμένη φλυαρία για τα όπλα μαζικής καταστροφής που τάχα έκρυβε στο μανίκι του ο χαλίφης της Βαγδάτης αναρρίπισε τόσους φόβους όσοι ακριβώς χρειάζονταν για να θεωρηθεί η εισβολή στο Ιράκ αποστολή καλής θέλησης από το ανθρωπιστικό υστέρημα του Μπους. Πρώιμο ορόσημο σ΄ αυτήν την κουλτούρα προληπτικού συναγερμού η διαβεβαίωση, εν έτει 1975, με την οποία ο «Εconomist» επιστέγαζε μιαν εικοσαετία ψυχροπολεμικής σπερμολογίας στα αμερικανικά μέσα: «Ο καθένας μπορεί να κατασκευάσει ατομική βόμβα με δυο τρία κιλά πλουτωνίου».

Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Frank Furedi αναζητεί τα αίτια του φαινομένου στην αύξουσα δυσπιστία με την οποία οι πολίτες αντιμετωπίζουν το πολιτικό σύστημα, μιλάει για «ανεπάρκεια της ιστορικής φαντασίας» και κατηγορεί τόσο τους αρνητές όσο και τους υπηρέτες του κατεστημένου. Αλλά τι χρείαν έχομεν θεωριών; Το κακό το νιώσαμε καλά αυτές τις μέρες στο (καταχρεωμένο) πετσί μας, από τον καιρό που τα ξένα μέσα, και κυρίως τα γερμανικά, με αφετηρία το δημοσιονομικό μας πρόβλημα στρίμωξαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σε ένα φοβικό μονόδρομο, δαιμονοποίησαν τον αδύναμο ελληνικό κρίκο ως επικείμενο ντόμινο καταστροφής, έκαναν το ελληνικό όνομα άθυρμα εν θερμώ δημοσκοπήσεων και, με πλήρη ιστορική συναίσθηση των περιστάσεων αλλά συγχέοντας τον Ομηρο με το ευρώ, προέβλεψαν ότι «η Ευρώπη που άρχισε με την Ελλάδα, θα μπορούσε και να τελειώσει με την Ελλάδα».

Εδώ υπάρχει ένα κρίσιμο επιμύθιο. Τις κακές ειδήσεις τις εμπεδώσαμε, το χάλι μας, θέλουμε δε θέλουμε, το νιώθουμε και θα το νιώσουμε, αλλά αυτό που δεν μας χρειάζεται είναι να ρίξουμε κι εμείς νερό στον φαύλο και αχόρταγο μύλο του «συναγερμισμού». Γιατί οι σύγχρονοι μπαρμπέρηδες πάσχουν τώρα από «αδολεσχίαν» υψηλής τεχνολογίας και μπορούν όχι μόνο να αναγγέλλουν την καταστροφή αλλά και να τη δημιουργούν.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.