Αν υποθέσουμε ότι οι εκλογές αποτελούν ευκαιρία ώστε ο λαός να εκφράσει την επιθυμία του προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η χώρα, τότε το αποτέλεσμα στη Βρετανία αποτελεί προσβολή για το εκλογικό σύστημα. Είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι οι βρετανοί ψηφοφόροι δεν θα έχουν την κυβέρνηση που ζήτησαν διά της ψήφου τους. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι οποίοι απέβλεπαν στη διακοπή της ανόδου του Ντέιβιντ Κάμερον στην εξουσία, αναγκάζονται να συνεργαστούν μαζί του. Οπότε, τι είδους κυβέρνηση συνασπισμού θα έχουμε;
Δύο είναι τα πιθανά σενάρια. Το ένα προβλέπει έναν θολό και ευνουχισμένο συντηρητισμό. Ο Νικ Κλεγκ θα προσπαθήσει να αποτρέψει τους Τόρις από το να κάνουν ό,τι χειρότερο μπορούν, περνώντας, ξώφαλτσα, και κάποια πιο προοδευτικά νομοσχέδια. Προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή του ο κ. Κάμερον υποσχέθηκε επιδοτήσεις σε όσα σχολεία δέχονται άπορα παιδιά και την επιβολή νέων φόρων σε όσες αεροπορικές εταιρείες επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Το δεύτερο, απευκταίο, σενάριο αναφέρει ότι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα έχουν ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικών πρωτοβουλιών στη νέα κυβέρνηση, πράγμα που αναμένουν με ανυπομονησία και πολλοί ψηφοφόροι του Συντηρητικού Κόμματος. Ο,τι από τα δύο και αν συμβεί, το γεγονός παραμένει ένα: ο βρετανικός λαός θα αναγκαστεί να αποδεχθεί μια κυβέρνηση συνασπισμού την οποία ουδέποτε ψήφισε. Μια κυβέρνηση η οποία δεν θα προέκυπτε σε κανένα άλλο κράτος της Ευρώπης, με απείρως πιο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα από το δικό μας.