Για όσους αναζητούν πολυτελείς φίρμες σε τιμή ευκαιρίας στο Διαδίκτυο ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Τα ηλεκτρονικά καταστήματα θα έχουν υψηλότερες τιμές σε ό,τι αφορά την πολυτελή ένδυση, τα αρώματα και τα αξεσουάρ μετά την επιτυχία των σημάτων υψηλών προδιαγραφών να μπλοκάρουν την πώληση των προϊόντων τους σε εκπτωτικά ηλεκτρονικά sites.

Αφορμή η αναθεώρηση των κανονισμών για την προστασία του ανταγωνισμού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Απριλίου, σύμφωνα με τους οποίους οι κατασκευαστές και ιδιοκτήτες των πολυτελών σημάτων μπορούν να εμποδίσουν τους ηλεκτρονικούς λιανεμπόρους που δεν διαθέτουν συμβατικά καταστήματα σε εμπορικούς δρόμους από το να διανέμουν τα προϊόντα τους. Οι κανονισμοί σηματοδοτούν μια νίκη για τους κατασκευαστές πολυτελών ειδών, οι οποίοι για καιρό «πολιορκούσαν» τις Βρυξέλλες με στόχο να προστατεύσουν την κερδοφορία τους από τις απώλειες που υφίσταται εξαιτίας των εκπτωτικών ηλεκτρονικών διευθύνσεων. Ο Γκι Σάλτερ, εκπρόσωπος της Εuropean Αlliance, φορέα που εκπροσωπεί τα τρία τέταρτα των πολυτελών σημάτων παγκοσμίως, σημειώνει ότι ο κανονισμός δείχνει πως η Επιτροπή «αναγνωρίζει τη σημασία της βιομηχανίας πολυτελών ειδών», οι πωλήσεις της οποίας υπολογίζονται στα 200 δισ. ευρώ, ενώ απασχολεί 800.000 ανθρώπους έμμεσα και άμεσα στην Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο πολυτελή σήματα όπως Louis Vuitton, Fendi, Christian Dior, Βurberry και Giorgio Αrmani θα μπορούν να διασφαλίσουν την παρουσία τους σε ηλεκτρονικά καταστήματα που ταιριάζουν στην εικόνα τους.

Διαμαρτυρίες κατασκευαστών
Οι κατασκευαστές διαμαρτύρονται ότι οι εκπτωτικές ηλεκτρονικές διευθύνσεις εκμεταλλεύονται τη φήμη των πολυτελών σημάτων που χτίζεται με κόστος πολλών εκατομμυρίων ευρώ τόσο για τη διαφήμιση αλλά και για να πειστούν οι διασημότητες να φορέσουν τα ρούχα και αξεσουάρ του κάθε οίκου. Οι νέοι κανονισμοί που θα εφαρμοστούν από το καλοκαίρι θέτουν μια σειρά συνθήκες με βάση τις οποίες οι κατασκευαστές που έχουν μεγάλα μερίδια αγοράς έχουν τη δυνατότητα να βάλουν κανόνες στην πώληση των προϊόντων τους.

Από τις ρυθμίσεις δεν θα επηρεαστούν ηλεκτρονικές διευθύνσεις όπως Αmazon ή eΒay, στις οποίες οι φίρμες πολυτελών ειδών εκχωρούν το δικαίωμα πώλησης. Ωστόσο οι καταναλωτές που «κυνηγούν» τις ευκαιρίες στα πολυτελή είδη σε μικρότερα sites αναμένεται στο εξής να συναντήσουν υψηλότερες τιμές. Σήμερα οι πελάτες ηλεκτρονικών διευθύνσεων μπορούν να κερδίσουν ως και 70% έκπτωση σε είδη πολυτελείας κάνοντας τις αγορές τους από το Ιnternet. Π.χ., στη διεύθυνση fashionindulgence.com μια τσάντα Louis Vuitton από τη σειρά Μonogram πωλείται αντί 520 δολαρίων, 45% πιο φθηνά από την τιμή λιανικής που αναφέρεται (945 δολάρια). Επίσης στην ίδια διεύθυνση μια τσάντα Gucci πωλείται αντί 199 δολαρίων, 67% πιο φθηνά από την τιμή λιανικής που αναφέρεται (600 δολάρια στην ίδια διεύθυνση.

Το πρόβλημα ωστόσο δεν έχει να κάνει με το Διαδίκτυο, αφού αποτελεί «ένα κρίσιμο εργαλείο για τις επιχειρήσεις», αλλά με την «απομυθοποίηση» των σημάτων μέσα από τις προσφορές αυτές. Οι περιορισμοί αυτοί εξάλλου είναι μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας των εταιρειών σε όλους τους τομείς, από τη μουσική ως τα ηλεκτρικά είδη, να διακόψουν τα νέα πρότυπα λιανικής που δημιουργεί το Διαδίκτυο περικόπτοντας παράλληλα τα κέρδη των κατασκευαστών.

Διακρίσεις εμπορίου
Προς τη ρύθμιση αυτή εκφράζει την αντίθεσή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Καταναλωτών (ΒΕUC) σημειώνοντας ότι γίνονται διακρίσεις μεταξύ ηλεκτρονικού και συμβατικού εμπορίου. Οπως επισημαίνει η Μονίκ Γκόγενς, γενική διευθύντρια του ΒΕUC, «είμαστε αντίθετοι στο να περιληφθεί οποιαδήποτε πρόταση για “συμβατικά καταστήματα”, με την έννοια ότι προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός καταστήματος σε εμπορικό δρόμο για να μπορούν οι διανομείς να πωλούν στο Διαδίκτυο, πράγμα που θα περιορίσει τις επιλογές των καταναλωτών». «Οι καταναλωτές θα έπρεπε να είναι σε θέση να αποφασίζουν πώς θα αγοράσουν τα αγαθά. Οι κατασκευαστές και οι λιανέμποροι θα έπρεπε να ανταποκριθούν στις επιλογές των καταναλωτών αντί να υπαγορεύουν τους όρους με τους οποίους οι καταναλωτές μπορούν να προσεγγίσουν τα προϊόντα» σημειώνει. Προσθέτει επίσης ότι περίπου το 61% των ηλεκτρονικών αγορών που επιχειρούνται αποτυγχάνουν και για λόγους που σχετίζονται με «άδικους περιορισμούς σε επιλεγμένες συμφωνίες διανομής», τονίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «θα έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία για να επικαιροποιήσει τους κανονισμούς» που ισχύουν έτσι ώστε να διασφαλίσει ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο θα εξελιχθεί στο κανάλι διανομής του 21ου αιώνα.