Επεισόδια από την καθημερινότητα μιας τρομοκρατικής οργάνωσης στην Αθήνα, τα οποία εκτυλίσσονται μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αφηγείται ο Δημήτρης Νόλλας στο καινούργιο βιβλίο του. Αρχίζει με τον θάνατο ενός από τα νεότερα μέλη της οργάνωσης, που σκοτώνεται στη διάρκεια μιας αποτυχημένης «επιχείρησης», και καταλήγει σε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της.
Ο Αθως, το Ούτι, η Χαρά, ο Ηλίας, ο Μισέλ, η Ευτυχία είναι τα νεότερα μέλη της οργάνωσης. Ολοι τους γύρω στα είκοσι πέντε, γεννημένοι ανάμεσα στα Ιουλιανά και στην 21η Απριλίου, «γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία, όπως γνωρίζουν και για τον Κολοκοτρώνη, από διαβάσματα». Στρατολογήθηκαν στην οργάνωση προερχόμενοι άλλοι από εξωκοινοβουλευτικές παρατάξεις, άλλοι από παρέες μικροαπατεώνων, ενώ κάποιοι, όπως η Ευτυχία, μπήκαν στην οργάνωση γιατί εκεί βρήκαν το νόημα που αναζητούσαν στη ζωή τους. Ιδρυ τικά μέλη είναι τρεις σαραντάρηδες-πενηντάρηδες: ο Καλός, ο Ιάκωβος και ο Γιατρός. Από τον χώρο της τροτσκιστικής Αριστεράς, γνωρίζουν τους κλασικούς της επανάστασης και τη γαλλική λογοτεχνία, έζησαν τα χρόνια της δικτατορίας και ξέρουν πολλά πράγματα από πρώτο χέρι. Οι παλιοί, θεωρητικοί και ιδεολόγοι, έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς από τα χρόνια της αρχικής συγκρότησης της οργάνωσης και μέσα από τις θεωρητικές συζητήσεις και τις διαμάχες τους τα νεότερα μέλη παρακολουθούν την κλιμάκωση του υπόγειου πολέμου μεταξύ τους.
Το μυθιστόρημα διατρέχει πενήντα χρόνια ελληνικής ιστορίας, από την Κατοχή και μετά, και αποτυπώνει τον διχασμό στους κόλπους της Αριστεράς και της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα στο σκηνικό της Ιστορίας αναπτύσσεται ο κεντρικός προβληματισμός του συγγραφέα για τον θάνατο, την κοινή μοίρα: του Αθου που σκοτώνεται, του πατέρα του που αυτοκτονεί μη μπορώντας να αντισταθεί στις πιέσεις των γιων του να εκσυγχρονίσουν το κρασοπουλειό του, του εκτελεστή της ΟΠΛΑ που πεθαίνει ξεχασμένος σε μια κρύπτη, του φρουρού της τράπεζας που σκότωσε ο Αθως στη διάρκεια μιας ληστείας, του Πόντιου που ήταν αναλώσιμος για χάρη των σκοπών του Κόμματος. Ο καιρός του καθενός, ο καιρός της απόσυρσης, φτάνει παντού, «στο Καπιτώλιο, στα ανάκτορα των Δόγηδων, στον Πύργο του Λονδίνου, στο Κρεμλίνο αλλά και σε ένα σιτσιλιάνικο εστιατόριο του Σικάγου, παντού όπου ο θρόνος και το ικρίωμα αποτελούν τους δύο φυσικούς πυλώνες της εξουσίας». Από την κορυφή ενός σωρού με κόκαλα η Ιστορία φαίνεται διαφορετική και το χαλαρό πλαίσιο της δράσης επιτρέπει στους ήρωες να συζητούν και να στοχάζονται για το καλό και το κακό, τη θρησκεία του Κόμματος και της Εκκλησίας, την ιδεολογία και την ύπαρξη, τα πράγματα και τα φαινόμενα, τη σκέψη και τη δράση, τις πολιτικές σκοπιμότητες και τα ανθρώπινα πάθη, την ενοχή και τη λύτρωση, σε ένα μυθιστόρημα εν τέλει υπαρξιακό.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ
Η αφήγηση αποτελείται από επτά κεφάλαια.Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται έξι «ιντερμέδια» με τον γενικό τίτλο «Τα λόγια μας τα φτερωτά»,τα οποία συντίθενται από κείμενα ποιητικής διάθεσης,στίχους τραγουδιών και ειδήσεις από το αστυνομικό δελτίο εφημερίδων για το διάστημα Ιούλιος- Σεπτέμβριος του 1990.Τα τεκμήρια αυτά,το προειδοποιητικό σημείωμα στην αρχή του βιβλίου για τυχόν ομοιότητες με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα και το καταληκτικό σημείωμα για τις διακειμενικές οφειλές του συγγραφέα μπορούν να ερμηνευθούν από τον αναγνώστη με διαφορετικούς τρόπους: ως στοιχεία αυθεντικά είτε ως πεποιημένα,ως ντοκουμέντα που υποστηρίζουν την αφήγηση ή ως υλικό που προδίδει την έμπνευση του συγγραφέα.Με τον τρόπο αυτόν οι βεβαιότητες του αναγνώστη υπονομεύονται και η έμφαση δίνεται στην αφήγηση ως κατασκευή.Το βιβλίο διαβάζεται και ως ένα σχόλιο για την αφήγηση της Ιστορίας αλλά και την τέχνη της αφήγησης εν γένει,που αποτελεί θέμα του συγγραφέα το οποίο επανέρχεται στο έργο του.Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν αυτοτέλεια τέτοια, η οποία επιτρέπει την αναδιάταξή τους και την ανάγνωση σε διαφορετική σειρά από αυτόν που μένει τελευταίος.Διότι,ακόμη και όταν έρθει του αφηγητή ο καιρός,πάντοτε θα υπάρχει κάποιος για να ιστορήσει όσα έγιναν,και είναι εκείνος που διαλέγει τι θα πει και πώς θα το πει. Μόλις εκατόν πέντε σελίδων,το βιβλίο φέρει τον υπότιτλο «μυθιστόρημα»,αλλά θα μπορούσε να επιγράφεται «νουβέλα»,ενώ η χαλαρή σύνδεση των κεφαλαίων μεταξύ τους παραπέμπει σε συλλογή ομόκεντρων διηγημάτων.Εν τέλει, ανεξάρτητα από τους ειδολογικούς προσδιορισμούς των έργων του, ο Νόλλας,ο οποίος κινείται μεταξύ διηγήματος,νουβέλας και ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος,παραμένει ο συγγραφέας της μικρής φόρμας που πειραματίζεται με τα όρια και τις αντοχές της.