Ρύθμιση που καταργεί τη δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να επιλέγουν τον οίκο αξιολόγησης που εξετάζει τα προϊόντα τους υπερψήφισε η αμερικανική Γερουσία.
Η Γερουσία ενέκρινε επίσης ρύθμιση που μειώνει την «εξάρτηση» της Ουάσιγκτον από τους οίκους για αξιολόγηση αξιοπιστίας, ένα ακόμη πιο δραστικό μέτρο που μπορεί να αναγκάσει τους οργανισμούς να εγγυώνται οι ίδιοι για τα επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν.
Η υπερψήφιση των δύο μέτρων, που είχαν συμπεριληφθεί στο ευρύτερο νομοθετικό «πακέτο» για την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού τοπίου μετά την κρίση, φαίνεται ότι εξέπληξε ακόμη και τον Δημοκρατικό πρόεδρο της Τραπεζικής Επιτροπής τουΣώματος Κρίστοφερ Ντοντ.
Η πρώτη ρύθμιση στοχεύει ειδικά στο να καταστήσει παρελθόν την πρακτική να προσλαμβάνουν οι οργανισμοί εκείνους που θα κληθούν να αξιολογήσουν την αξιοπιστία των προϊόντων που διαθέτουν σε επενδυτές -κάτι που θεωρείται ότι προκαλεί «σύγκρουση συμφερόντων» που συνέβαλε στην κρίση του 2008.
Φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον προσανατολίζεται στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου συμβουλίου που θα αναθέτει στους οίκους την αξιολόγηση των εκάστοτε προϊόντων, αλλά ανοικτό παραμένει ακόμη το πώς θα γίνεται η επιλογή.
Παράλληλα, οι αμερικανικές Αρχές συνεχίζουν τις έρευνες για οκτώ αμερικανικές αλλά και ευρωπαϊκές τράπεζες και την «πολιτεία» τους πριν την κρίση, εξετάζοντας την διάθεση προϊόντων υψηλού ρίσκου που αποτέλεσαν την σπίθα από την οποία ξεκίνησε η κρίση. Στο μικροσκόπιο των Αρχών έχουν βρεθεί, σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων Wall Street Journal και Financial Times, και οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης.
Μετά την αγωγή εναντίον της Goldman Sachs για παραπλάνηση επενδυτών, φαίνεται ότι στο στόχαστρο των Αρχών έχουν βρεθεί και οι Morgan Stanley,Citigroup,Deutsche Bank,Credit Agricole,Credit Swiss,Bank of America καιUBS.