«Νομίζω ότι σε όλους μας υπάρχει κάποιο στοιχείο του Ρομπέν των Δασών. Συχνά αναρωτιέμαι αν σήμερα ο κόσμος χαλούσε τελείως και υπήρχε όντως η ανάγκη για έναν Ρομπέν των Δασών,ποιος θα μπορούσε να είναι ο στόχος του;Θα ήταν πολιτικός στόχος; Θα ήταν οικονομικός; Ή μήπως ο στόχος του θα ήταν ο πλούτος του μονοπωλίου των media που αυξάνουν τα έσοδά τους με το να διαστρεβλώνουν ειδήσεις; Για μέναένας τέτοιος Ρομπέν των Δασών θα ήταν ο ιδανικότερος στην εποχή μας».

Σαν κεραυνός εν αιθρία έσκασαν χθες στις Κάννες τα λόγια του Ράσελ Κρόου στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία «Robin Ηood», με την οποία άνοιξε πανηγυρικά το φεστιβάλ και όπου ο Κρόου κρατά τον ρόλο του τίτλου. Η δήλωσή του αναπόφευκτα επέφερε διακριτικές αποδοκιμασίες μέσα στην αίθουσα – όχι βέβαια ότι το αφτί του νεοζηλανδού ηθοποιού ιδρώνει από κάτι τέτοια. Ωμός, αλαζόνας, αλλά και ευθύς με τον τρόπο του, ο Ράσελ Κρόου εξακολουθεί να προκαλεί λέγοντας τα πράγματα ακριβώς έτσι όπως τα βλέπει- ασχέτως του αν σε μια συνέντευξη Τύπου μπορεί να γίνει διάλογος. Και χθες δεν έγινε.

Το «παρών» στη συνέντευξη έδωσε και η συμπρωταγωνίστρια του Κρόου Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία υποδύεται τη βασίλισσα Μάριον, όχι όμως και ο σκηνοθέτης του «Robin Ηood» Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος λόγω εγχείρησης στο γόνατο ακύρωσε το ταξίδι του στις Κάννες. «Εχω δει όλους τους “Ρομπέν των Δασών” που έχουν γυριστεί ως σήμερα» είπε ο Κρόου- τους απαρίθμησε μάλιστα έναν προς έναν: από τον Ντάγκλας Φέρμπανξ (του βωβού) ως τον Ερολ Φλιν και από τον τηλεοπτικό Ρίτσαρντ Τοντ ως τους μεταγενέστερους Κέβιν Κόστνερ και Πάτρικ Μπέργκιν. «Κανένας όμως δεν με άφησε ικανοποιημένο σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα στοιχεία του ήρωα.Ο λόγος που δέχτηκα να παίξω τον Ρομπέν ήταν για να δώσω αυτό ακριβώς:την ανθρώπινη διάστασή του» πρόσθεσε.

Εν ολίγοις, ο τελευταίος «Robin Ηood», που από σήμερα θα προβάλλεται και στην Ελλάδα, είναι μια μείξη Ιστορίας και παραμυθιού. Ο Κρόου επεσήμανε ότι η παραγωγή αποφάσισε να ακολουθήσει τη μέθοδο «της προσφοράς σωστών δόσεων και των δύο (Ιστορία- παραμύθι) , ώστε το κοινό να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση». Η ίδια μέθοδος είχε ακολουθηθεί και στον «Μονομάχο», επίσης του Ρίντλεϊ Σκοτ. «Είναι η δική μας εκδοχή της Ιστορίας» είπε ο Κρόου, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον θάνατο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου προτού καν επιστρέψει στην πατρίδα του.

Μ ε άλλα λόγια, ξεχνάμε ό,τι ξέραμε ως σήμερα για τον ηρωικό «προστάτη των αδυνάμων και κυνηγό των πλουσίων» (ο οποίος ενδεχομένως να μην υπήρξε ποτέ) και βλέπουμε έναν ατρόμητο, βίαιο στρατιώτη με πείρα από τις Σταυροφορίες. Εναν στρατιώτη ο οποίος θα παίξει σημαντικό ρόλο στον πόλεμο των Αγγλων με τους Γάλλους στην αλλαγή του 12ου αιώνα. Τι πίεση ασκήθηκε στον βασιλιά Ιωάννη ώστε να υπογράψει τη συνθήκη της Μagna Carta και να κερδίσει μια θέση στην Ιστορία; Ο Ρομπέν της ταινίας του Σκοτ πλάθεται μέσα από τέτοιας μορφής ερωτήματα.

Ο Κρόου ωστόσο απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση αν, με τον τρόπο της, η ταινία αφουγκράζεται την επικαιρότητα και πιο συγκεκριμένα την οικονομική κρίση. Μεγάλη σημασία, για παράδειγμα, δίνεται στη βίαιη επιβολή φόρων στην οποία αναγκάστηκε να προσφύγει ο βασιλιάς Ιωάννης, επειδή το κράτος επί βασιλείας Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου είχε φαλιρίσει εξαιτίας των πολέμων. «Στην ίδια την ερώτηση βρίσκεται η απάντηση» είπε, αντί του Κρόου, η Κέτ Μπλάνσετ, συμπληρώνοντας ότι η ταινία είναι επίσης «μια τρελή περιπέτεια και μια ερωτική ιστορία».

Χιούμορ με το σταγονόμετρο και μόνο τρεις σκηνές μάχης
Το πρόβλημα του «Robin Ηood» είναι ότι δίνει υπερβολική έμφαση στα κοινωνικοϊστορικά συμβάντα και στις πολιτικές προεκτάσεις, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται το χιούμορ και η περιπέτεια, στοιχεία δηλαδή που έκαναν τους προηγούμενους «Ρομπέν των Δασών» γλαφυρούς και ψυχαγωγικούς. Αν και εξαιρετικά γυρισμένεςκαι πολύ πιο ρεαλιστικές συγκριτικά, π.χ., με το «Βraveheart» του Μελ Γκίμπσον -, οι σκηνές μάχης είναι τρεις όλες κι όλες… και σε αφήνουν με την μπουκιά στο στόμα. Ενδεχομένως, όσοι θα περίμεναν κάτι ανάλαφρο και ξεκούραστο (όπως τελικά αρμόζει σε έναν Ρομπέν των Δασών) να δυσαρεστηθούν από το υποβαθμισμένο, αναλογικά με τη διάρκεια της ταινίας (2 ώρες και 20 λεπτά), στοιχείο της περιπέτειας.