Ο Φάνης Παυλίδης, 38 ετών, είναι καθηγητής Οφθαλμολογίας και χειρουργός. Η αγάπη του για την ορειβασία τον ενέπνευσε να εκπαιδευτεί στην ιατρική βουνού και ως γιατρός αποστολής ανέβηκε στα Iμαλάια, στο Κιλιμάντζαρο και στις Αλπεις.

Από την ηλικία των τριών-τεσσάρων ετών με έπαιρνε ο πατέρας μου στην πλάτη του και πηγαίναμε στην Πάρνηθα. Δεν σταμάτησα να ταξιδεύω. Ζούσαμε στο κέντρο της Αθήνας, στα Πατήσια, και επειδή ο πατέρας μου ήταν ανήσυχος χαρακτήρας εκμεταλλευόμασταν κάθε Σαββατοκύριακο για μικρά ταξίδια ενώ κάθε καλοκαίρι γυρίζαμε για δύο μήνες την Ευρώπη. Πάντα με το κλειστό επαγγελματικό Volkswagen το οποίο είχαμε μετατρέψει σε τροχόσπιτο. Το εντυπωσιακότερο και τολμηρότερο ταξίδι ήταν, μέσω Βουλγαρίας και Ρουμανίας, στη Σοβιετική Ενωση. Σε κάθε στάση που κάναμε, οι Ρώσοι ήθελαν να αγοράσουν τα ρούχα που φορούσαμε. Εννοείται ότι οι αρχές ήταν ενημερωμένες για κάθε στάση του ταξιδιού μας.

Στα 18 μου αποφάσισα να φύγω για ένα διάστημα από την Ελλάδα.
Σκέφτηκα ότι ίσως δεν είναι εύκολο να απλώσει κάποιος τα φτερά του αν ζει σε μια τυπική παραδοσιακή ελληνική οικογένεια. Επιπλέον, είχα ήδη δει κάποια φοιτητικά και νεανικά συστήματα στη Γερμανία που μου άρεσαν και ήθελα να τα γνωρίσω. Το 1990, έναν χρόνο μετά την επανένωση, πήγα στη Λειψία όπου έμαθα τη γλώσσα και σπούδασα Ιατρική. Σήμερα εργάζομαι ως καθηγητής Οφθαλμολογίας και χειρουργός στο πανεπιστήμιο του Μύνστερ.

Δεν μου αρέσει να ταξιδεύω μόνος. Το έχω επιχειρήσει δύο φορές στη ζωή μου και έχω αποτύχει. Εχω γυρίσει πίσω σε μερικές ώρες.
Θέλω αλληλεπίδραση και συμμετοχή κόσμου. Η κοινωνικοποίηση και οι νέες γνωριμίες γίνονται πάντα μέσα από μια παρέα. Ωστόσο, η σύνθεσή της μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, φεύγουμε δέκα και επιστρέφουμε τρεις. Τις περισσότερες φορές ξεκινάμε χωρίς σχέδιο και κοιμόμαστε οπουδήποτε. Εχω κοιμηθεί σε τρένο μισός έξω στον διάδρομο και μισός μέσα στην καμπίνα, για τρεις ημέρες περνούσαν από πάνω μου.

Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι ήθελα να συνδυάσω την αγάπη μου για τα ταξίδια, το χόμπι της ορειβασίας και το επάγγελμά μου, την οφθαλμολογία.
Σε ένα ταξίδι στις Αλπεις κάποιος αρρώστησε από το υψόμετρο, ήμασταν στα 4.000 μέτρα. Ζήτησαν τη βοήθειά μου. Ετσι αποφάσισα να μετεκπαιδευτώ στην ιατρική βουνού. Ως γιατρός αποστολής έχω ανέβει στα 6.000 μέτρα στο Κιλιμάντζαρο στην Αφρική, σε αρκετές κορυφές των Αλπεων και στα Δυτικά Ιμαλάια, για δύο μήνες, με μια ελληνική ορειβατική αποστολή, όπου έκανα παράλληλα και πειράματα οφθαλμολογίας σε υψόμετρο.

Συνήθως κατά τη διάρκεια της ανάβασης αναζητεί τους λόγους για τους οποίους αποφάσισες να το κάνεις.
Αλλά δεν τους βρίσκεις στο βουνό. Οι απαντήσεις δίνονται μόλις φτάσεις σώος πίσω στο καταφύγιο. Σίγουρα όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Θυμάμαι το απόλυτο σκοτάδι πίσω από ένα πάρκο στη Νέα Σμύρνη, αναρωτιόμουν τι υπήρχε εκεί πίσω. Το να ανεβείς ένα βουνό είναι ένας ξεκάθαρος στόχος που λόγω των δυσκολιών γίνεται ακόμη πιο ελκυστικός. Ισως οφείλεται στις ενδορφίνες της χαράς και του κινδύνου.

Εχω μάθει να ζω το ταξίδι διαφορετικά, μου το δίδαξε ο πατέρας μου αυτό.
Εκείνος έχει γυρίσει όλον τον κόσμο, του έχει μείνει μόνο η Ανταρκτική. Εγώ προσπαθώ να διαβάσω όσο περισσότερα πράγματα μπορώ προτού πάω κάπου. Σε ένα ταξίδι μπορείς να ανακαλύψεις τις λύσεις που έχουν δώσει άλλοι λαοί απέναντι στην πολυπλοκότητα της ζωής. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ταξιδεύοντας είναι ότι δεν γνωρίζω τίποτε για τη ζωή.

Στο πιο ακραίο περιστατικό της ζωής μου, στην κατάβαση του Κιλιμάντζαρου, είχα αφυδατωθεί και έχασα τις δυνάμεις μου.
Είχα μείνει τελευταίος. Δεν μπορούσα να περπατήσω άλλο για να φτάσω στο καταφύγιο. Δεν γνώριζα αν οι προπορευόμενοι είχαν δυνάμεις να με μαζέψουν την επόμενη ημέρα. Σώθηκα γιατί έκανα μια ενδομυϊκή ένεση κορτιζόνης που μου έδωσε ώθηση και ενεργειακό απόθεμα. Είχα χάσει 15 κιλά. Είχα ορκιστεί να μην επιχειρήσω κάτι ανάλογο, αλλά αυτοί οι όρκοι ξεχνιούνται συνήθως μόλις φτάσεις στην πόλη σου. Τότε, ήδη αναπολείς το ταξίδι και σχεδιάζεις το επόμενο.

Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 50, σελ. 148, Μάιος 2010.