Η Ελλάδα είναι πολύ ακριβή χώρα για δύοκύριες αιτίες: α) διαρθρωτικά προβλήματα και διάλυση της παραγωγικής βάσης στην πλευρά της προσφοράς και β) αύξηση της κατανάλωσης μέσω δανεισμού στην πλευρά της ζήτησης. Η επίκαιρη συζήτηση για τον αποπληθωρισμό μπορεί να είναι όχι μόνο ατελείωτη αλλά και αρκετά τεχνική. Θα περιοριστούμε στο ερώτημα αν στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών θα μπορούσαμε να έχουμε έναν ανώδυνο αποπληθωρισμό. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο ή πιθανό. Θα μπορούσε ωστόσο να συμβεί αν η μείωση των τιμών προερχόταν κυρίως από προσαρμογές στην προσφορά της οικονομίας. Αύξηση της παραγωγής, βελτίωση της παραγωγικότητας και έντονος ανταγωνισμός οδηγούν σε συγκράτηση ή μείωση τιμών με ταυτόχρονη κερδοφορία και απασχόληση. Ιστορικά, αυτό παρατηρήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά έκτοτε ο αποπληθωρισμός συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα, όπως η Μεγάλη Υφεση του 1930 στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα του 2010, το πιθανότερο είναι ότι ο αποπληθωρισμός, εάν συμβεί, θα προκύψει ως επακόλουθο μειωμένης ζήτησης και όχι ως αποτέλεσμα ενισχυμένης προσφοράς. Δηλαδή, με πολύ απλά λόγια, η πίεση στις τιμές των προϊόντων θα προέρχεται από τη μειωμένη ικανότητα των ατόμων να αγοράζουν και όχι από την αυξημένη ικανότητα των επιχειρήσεων να παράγουν. Επομένως η μείωση των τιμών θα συνοδεύεται με περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας. Η πρόβλεψη βασίζεται σε απλά δεδομένα. Δεν παράγουμε δικά μας προϊόντα, καταναλώνουμε εισαγόμενα με δανεικά και ανακυκλώνουμε υπηρεσίες μεταξύ μας. Οι επιχειρήσεις πωλούν ακριβά επειδή λειτουργούν ακριβά και δύσκολα. Συντεχνίες και ολιγοπώλια στραγγαλίζουν τον ανταγωνισμό. Οι επενδύσεις διώκονται. Επομένως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να συμβεί αποκλιμάκωση των τιμών επειδή βελτιώνεται η προσφορά. Αντιθέτως τα εισοδήματα μειώνονται, η ρευστότητα εξαντλείται και οι προσδοκίες είναι αρνητικές, φέρνοντας θεαματική πτώση στη ζήτηση πολλών κλάδων.
Ο κ. Γ. Μπάλτας είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.