Είναι φανερό ότι το ζήτημα των αντιπληθωριστικών πολιτικών, η λήψη δηλαδή μέτρων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού της οικονομίας μιας χώρας, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σύνθετο εγχείρημα. Και τούτο διότι, εκτός των άλλων, θα πρέπει να προσδιορίζονται οι κύριες αιτίες του πληθωρισμού στη συγκεκριμένη κάθε φορά οικονομική και πολιτική συγκυρία.
Στην Ελλάδα, ως την είσοδο της χώρας μας στην ΟΝΕ, η αντιπληθωριστική πολιτική ασκείτο κυρίως μέσα από τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Από το 2002 και μετά, η δημοσιονομική πολιτική με τον σαφή αντιπληθωριστικό της προσανατολισμό είχε αναλάβει το ίδιο καθήκον. Παράλληλα, μέτρα άμεσης πολιτικής, όπως η πολιτική τιμών και οι έλεγχοι στην αγορά, αποτέλεσαν ένα σχετικά νέο πεδίο άσκησης της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Μπορούν όμως οι μηχανισμοί ελέγχων να αποτελέσουν αποτελεσματικό εργαλείο συγκράτησης του πληθωρισμού; Η μειωμένη αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων μάς αναγκάζει να ανατρέξουμε και σε άλλες κατευθύνσεις.
Είναι βέβαιο ότι τα διοικητικά μέτρα ελέγχου της αγοράς έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής εμπειρία δείχνουν ότι τα μέτρα πολιτικής των τιμών έχουν πολύ βραχυχρόνια αποτελέσματα, χωρίς την ταυτόχρονη εφαρμογή διαρθρωτικών πολιτικών. Η τρέχουσα δύσκολη συγκυρία θα θέσει επί τάπητος το ζήτημα της αναζήτησης πολιτικών αποπληθωρισμού, ιδίως από τον Οκτώβριο και μετά. Η ανάγκη να αναδειχθούν οι θεσμοί κοινωνικού διαλόγου σε κόμβους προώθησης πρωτοβουλιών και πολιτικών προτάσεων είναι επιτακτική και θα πρέπει όλοι μας να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Η κυρία Βάλια Αρανίτου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και είναι επιστημονική συνεργάτις στην Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ).