Πολλές κουβέντες μπορούν να ειπωθούν μεταξύ φίλων και να ξεχαστούν- ακόμη και αν η συζήτηση αφορά τα πολιτικά. Τα πράγματα αλλάζουν ελαφρώς όταν ο διάλογος δεν γίνεται σε μπαρ αλλά στο Κοινοβούλιο, όταν η κριτική αρθρώνεται από πολιτικό αρχηγό και αφορά αντίπαλο κόμμα. Ως εκ τούτου η εκτίμηση του κ. Γ. Καρατζαφέρη ότι «πρέπει να ξεκαθαρίσει το ΚΚΕ αν ξεκίνησε πάλι αντάρτικο» δεν μπορεί να εκληφθεί ως φραστικό ολίσθημα εν τη ρύμη του λόγου.

Πρόκειται για επίθεση με την οποία επιχειρείται η κατάταξη μιας παράταξης σε συντεταγμένες άσχετες της δημοκρατίας. Ας πιάσουμε μία μία τις λεξούλες. Τι νόημα έχει το «πάλι», αν όχι τον συσχετισμό του ΚΚΕ με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008; Τι σημαίνει «αντάρτικο» για ένα κόμμα που έχει ανοιχτό πόλεμο με το κεφάλαιο αλλά δεν επιδίδεται σε αντάρτικες πρακτικές; Οι διατυπώσεις έχουν τη σημασία τους και αν αποδεχθούμε ότι ο κ. Καρατζαφέρης κατέχει την ελληνική, τότε έχει επίγνωση των συνδηλώσεων του αντάρτικου πόλης.

Συσχετίζει το ΚΚΕ με τους ταραξίες.

O κ. Καρατζαφέρης διετύπωσε μία ακόμη κατηγορία: «Επισήμως το ΚΚΕ διά του εκπροσώπου του έλεγε ότι δεν αναγνωρίζει το Σύνταγμα». Οι δηλώσεις, όπως όλοι γνωρίζουμε, διαβάζονται όπως καθένας θέλει. Είναι σαν τις θεατρικές παραστάσεις, όπου έκαστος δικαιούται τα δικά του συμπεράσματα. Θυμόμαστε όλοι τη Μελίνα Μερκούρη ως θεατή της Επιδαύρου στο «Ποτέ την Κυριακή»: δεν αποδέχεται ότι η Μήδεια δολοφόνησε τα παιδιά της και για του λόγου του αληθές επικαλείται την υπόκλιση των μικρών ηθοποιών στο τέλος της παράστασης.

Ετσι και ο κ. Καρατζαφέρης έβγαλε το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι κομμουνιστές απειλούν τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα. Επί της ουσίας το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η επιβίωση είναι ανώτερες από τους κανόνες λειτουργίας του κράτους. Στο κάτω κάτω, αν το Σύνταγμα είχε την ιερότητα των Ευαγγελίων, θα είχε μείνει ανέπαφο το κείμενο της Τροιζήνας. Αλλωστε ακόμη και για τα Ευαγγέλια προέκυψε ζητηματάκι μετά την ανακάλυψη στην Αίγυπτο του Ισκαριώτικου Ευαγγελίου.

Να λυπηθούμε το ΚΚΕ για την άδικη επίθεση που δέχεται; Οχι. Ανάλογες αναίτιες επιθέσεις έκανε η κυρία Αλέκα Παπαρήγα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008. Με άψογη ενορχήστρωση και επιμονή άλλοτε διέσπειρε υποψίες και άλλοτε κατηγορούσε ευθέως τους συνασπισμένους ως εμπνευστές- αν όχι καθοδηγητές- των εμπρησμών. Η κυρία Παπαρήγα σήμερα λούζεται αυτά που η ίδια έκανε. Το βέβαιον είναι ότι τέτοιες ατεκμηρίωτες επιθέσεις δεν οδηγούν πουθενά. Δεν είναι δυνατόν αρχηγοί κομμάτων να επικαλούνται πληροφορίες ανωνύμων από τα πεζοδρόμια για να ασκήσουν πολιτική, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν δημιουργικά στη Βουλή αν δεν διαθέτουν τη στοιχειώδη μπέσα. Είναι πάντως δύσκολο να κρατήσει κανείς την ψυχραιμία του όταν του καταλογίζουν πράξεις που δεν συνάδουν προς τον χαρακτήρα του. Εξ ου και η κυρία Παπαρήγα παρασύρεται σε έναν διάλογο που δεν την κολακεύει. Η Γραμματέας του ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι έγινε προσπάθεια να παρεισφρήσουν «χρυσαυγίτες» ανάμεσα στους διαδηλωτές του ΠΑΜΕ, στην πορεία της Τετάρτης. Υποψιάζεται τις πεποιθήσεις τους από το «λουκ». Ηταν, λέει, «φουσκωτοί», άρα ακροδεξιοί. Φαίνεται λοιπόν η ιδεολογία στα μούτρα και στα μούσκουλα του καθενός, ή μήπως ξεκινά μια συζήτηση σε ολωσδιόλου ρατσιστική βάση; Ακριβώς όπως το «λουκ» που είχαν οι ρίπτες εύφλεκτων στα Δεκεμβριανά παρέπεμπε στις 11 Συνιστώσες.

Μπορεί να αποκατασταθεί ο πολιτικός πολιτισμός; Μια καλή αρχή θα ήταν να αναγνωρίσουν οι αρχηγοί των κομμάτων ότι τα κόμματα της Βουλής αγωνίζονται στο πλαίσιο της νομιμότητας άνευ κουκούλας: τα μέλη τους δεν κάνουν «ντου» στη Βουλή, δεν ανάβουν το φιτίλι στα μπουκάλια.