Ανάκαμψη αλλά αναιμική, που θα στηρίζεται στην παγκόσμια καταναλωτική ζήτηση εφόσον δεν σκάσει η «φούσκα» των ακινήτων στην Κίνα, αναστολή της πολιτικής σύγκλισης και όξυνση των διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών, επιδείνωση της αγοράς εργασίας αλλά όχι στον βαθμό που φοβούνταν οι Κασσάνδρες, συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων, επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και… συνέχιση της αβεβαιότητας για τις οικονομικές εξελίξεις προβλέπει για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για την Ελλάδα πάντως οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν είναι πιο αισιόδοξες από εκείνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Για το 2010 προβλέπει ύφεση 3% και για το 2011 μόνο 0,5%, ενώ οι αντίστοιχες προβλέψεις που ανακοίνωσε το Ταμείο στις 21 Απριλίου είναι 2% και 1,1%.
Η αισιοδοξία των Βρυξελλών έγκειται στο ότι προβλέπουν ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Βεβαίως ούτε η Επιτροπή ούτε (ακόμη περισσότερο) το ΔΝΤ έχουν συμπεριλάβει στις προβλέψεις τους τη συνιστώσα των μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης για τη δημοσιονομική εξυγίανση- θα ήταν αδύνατον άλλωστε να τα συμπεριλάβουν, αφού το τελευταίο χρονικό διάστημα ανακοινώνονται σχεδόν επί καθημερινής βάσεως. Εν προκειμένω, στις προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική ανάπτυξη (για τον ρυθμό συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας ακριβέστερα) δεν συνυπολογίζεται η παράμετρος του αποπληθωρισμού και της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας που θα επιφέρει το δραστικό ψαλίδισμα της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Και η ιδιωτική κατανάλωση συνεισφέρει, ως γνωστόν, πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της Ελλάδας από όσο συνεισφέρει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξή της που δημοσίευσε τη Δευτέρα η εφημερίδα «Le Μonde» προέβλεψε για την Ελλάδα ύφεση 4% εφέτος και 2% το 2011 και η πρόβλεψη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτυπώνει την εικόνα και τις προοπτικές που έχουν διαμορφώσει για την ελληνική οικονομία οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ.
Δ υστυχώς η Επιτροπή δεν είναι αισιόδοξη σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις των δημοσιονομικών αγαθών- που αποτελούν και την ουσία του λεγόμενου «ελληνικού προβλήματος» άλλωστε. Διότι προβλέπει συρρίκνωση μεν του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 13,6% το 2009 στο 9,3% εφέτος, αλλά αύξησή του στο 9,9% το 2011. Οσο για το δημόσιο χρέος, προβλέπει αύξησή του από το 115,1% (το 2009) στο 124,9% εφέτος και στο 133,9% το 2011. Οι προβλέψεις για την ανεργία είναι αναμενόμενες:
αύξηση από το 9,5% (2009) στο 11,8% (2010) και στο 13,2% (2011). Η εαρινή έκθεση για την Ελλάδα περιλαμβάνει και προβλέψεις που είναι σαφώς εκτός τόπου και χρόνου. Προβλέπει, για παράδειγμα, συρρίκνωση των αποδοχών των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας (στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) μόλις κατά 0,8% εφέτος (έπειτα από αύξηση 5,5% το 2009)
και αύξησή τους κατά 0,4% το 2011. Προφανώς οι Βρυξέλλες είτε δεν συνυπολογίζουν τα μέτρα περιστολής των δαπανών της ελληνικής κυβέρνησης είτε προεξοφλούν ότι αυτά… δεν θα εφαρμοστούν!
Κ ατά τα άλλα, η Επιτροπή δεν δείχνει να ανησυχεί για το ενδεχόμενο μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στις άλλες ευάλωτες (καθ΄ ότι υπερχρεωμένες) χώρες, όπως είναι η Πορτογαλία ή η Ισπανία για παράδειγμα. Αντιθέτως, η Κομισιόν εμφανίζεται εξόχως ανήσυχη για τις εξελίξεις στη Βρετανία! Προβλέπει, φέρ΄ ειπείν, εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος της Βρετανίας στο 12% του ΑΕΠ της χώρας εφέτος. Και είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των πρωτοσέλιδων όλων των (ηλεκτρονικών εκδόσεων) των βρετανικών εφημερίδων, που αμφισβητούν την αξιοπιστία του βρετανικού οικονομικού μοντέλου και αντλούν έμπνευση από τη διαφορά των ελλειμμάτων της Βρετανίας και της Ελλάδας που (αναμένεται ότι) θα διαμορφωθεί στο τέλος του τρέχοντος έτους 12% έναντι 9,3% αντιστοίχως. Σίγουρα η χρονική συγκυρία της δημοσίευσης της εαρινής έκθεσης (παραμονή των βρετανικών εκλογών) δεν είναι ευνοϊκή για τον Γκόρντον Μπράουν, το Εργατικό Κόμμα και την κυβέρνησή του (ο υπουργός Οικονομικών Αλιστερ Ντάρλινγκ σφυροκοπάται αλύπητα διότι οι δημοσιονομικές προβλέψεις του απέχουν από εκείνες της Κομισιόν). Εν κατακλείδι, η Επιτροπή βασίζει τις εκτιμήσεις της για το μέλλον της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας στην προϋπόθεση ότι θα συνεχιστούν οι «ρωμαλέοι ρυθμοί ανάπτυξης της αναδυόμενης Ασίας».