Η αύξηση της βοήθειας από 45 δισ. ευρώ σε περισσότερα από 120 δισ. ευρώ- όπως όλα δείχνουν – είναι ικανή να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Ωστόσο η ένταξη στον μηχανισμό στήριξης συνοδεύεται από σειρά μέτρων που μας επιβάλλουν οι πιστωτές μας και τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη μείωση του ελλείμματος. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για σκληρά και πρωτοφανή μέτρα. Εδώ όμως που έχουμε φθάσει, το μέλλον της χώρας εξαρτάται από την επιτυχή υλοποίησή τους και την επίτευξη των στόχων για μείωση του ελλείμματος, διότι δεν έχουμε άλλη βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Με τις αγορές να μη δανείζουν τη χώρα, η μόνη εναλλακτική που απομένει είναι αυτή που προκύπτει από την αδυναμία να αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας, δηλαδή η χρεοκοπία. Που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να απευθυνθεί στους πιστωτές της και να τους ζητήσει να επαναδιαπραγματευθούν το χρέος της, δηλαδή είτε να επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής των ομολόγων που κατέχουν είτε να μειωθεί η ονομαστική τους αξία ή και συνδυασμός των δύο. Σε κάθε περίπτωση η αξία των ομολόγων θα υποτιμηθεί σημαντικά. Μπορεί κατά 30%, 40%, 50% ή και περισσότερο και θα πλήξει καίρια και τις ελληνικές τράπεζες που κατέχουν περίπου το 20% του δημόσιου χρέους, δηλαδή περί τα 60 δισ. ευρώ. Μια ζημιά της τάξεως των 15-20 δισ. ευρώ υπερβαίνει τις αντοχές τους. Μια ιδέα του τι θα συμβεί σε περίπτωση χρεοκοπίας πήραμε τις προάλλες με τον πανικό που επικράτησε όταν αναπτύχθηκε η σχετική φημολογία. Αρκούσε μία ημέρα σημαντικής πτώσης του Χρηματιστηρίου για να σπεύσουν οι καταθέτες στις τράπεζες και να ζητήσουν τα χρήματά τους σε χαρτονομίσματα των 500 ή των 200 ευρώ. Και όλα αυτά τη στιγμή που όλοι (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ και ΗΠΑ) εκτός από τις αγορές, προσπαθούσαν να σώσουν την Ελλάδα αυξάνοντας τη βοήθεια προς τη χώρα, όπως και τελικά αποφάσισαν. Η ένταξη στον μηχανισμό στήριξης με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αποτελεί τη μοναδική βιώσιμη επιλογή.