Πριν από περίπου τρίαχρόνια (24.6.2007) στις στήλες της εφημερίδας αυτής είχε δημοσιευθεί επιφυλλίδα μου με τίτλο «Μια ακόμη Χαμένη Ευκαιρία»· αναφερόμουν στις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση, στις οποίες είχε προχωρήσει η τότε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Το κείμενό μου κατέληγε ως εξής: «Δυστυχώς και ο νόμος αυτός δεν είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης των κομμάτων, ούτε καν των λεγόμενων της εξουσίας. Μόλις λοιπόν συμβεί κυβερνητική αλλαγή, είναι βέβαιο ότι ένας νέος νόμοςπλαίσιο θα μας προκύψει. Οι αδήλου αποτελέσματος… χειρουργικές επεμβάσεις στην ασθενούσα ανώτατη παιδεία θα έχουν συνέχεια».

Πράγματι, πριν από μερικές μέρες η νέα ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου προανήγγειλε «τη ριζική αναδιάρθρωση του πλαισίου λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Επομένως ένας νέος νόμος-πλαίσιο βρίσκεται προ των πυλών. Υποθέτω ότι θα έχουμε και πάλι έναν «εθνικό διάλογο», ο οποίος ευελπιστώ, αυτή τη φορά, να αρχίσει όχι εξαρχής αλλά από εκεί που είχε σταματήσει ο προηγούμενος. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν θα προκύψουν συναινετικές αποφάσεις. Εκτός και αν η οικτρή οικονομικήκαι όχι μόνο- κατάσταση της χώρας κάνει τώρα τα πολιτικά μας κόμματα πιο διαλλακτικά, ώστε να συμφωνήσουν επιτέλους σε μια συναινετική πορεία της πολύπαθης Παιδείας μας.

Η νέα ηγεσία του υπουργείου όμως, εκτός από την προαναγγελία της πρόθεσής της να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές στον χώρο της Παιδείας, έσπευσε να εξαγγείλει και ορισμένες «επείγουσες βελτιωτικές παρεμβάσεις», προκαταλαμβάνοντας τις χρονοβόρες συζητήσεις του «εθνικού διαλόγου για την Παιδεία». Προφανώς οι συγκεκριμένες αυτές παρεμβάσεις κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές και γι΄ αυτό χρήζουν άμεσης εφαρμογής. Ανάμεσά τους ορισμένες αφορούν τη λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πρόκειται για ρυθμίσεις που σχετίζονται κυρίως με τα συγγράμματα που διανέμονται στους σπουδαστές, με τη σύσταση των εκλεκτορικών σωμάτων που διεξάγουν τις κρίσεις του διδακτικού προσωπικού, όπως και με θέματα φοιτητικών μετεγγραφών. (Υπάρχουν βέβαια και άλλοι τομείς που απαιτούν άμεση επέμβαση, όπως π.χ. αυτός των πρυτανικών εκλογικών διαδικασιών. Οι επικείμενες μάλιστα εκλογές πανεπιστημιακών οργάνων σε αρκετά εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας θα δικαιολογούσαν και με το παραπάνω κάποιες «επείγουσες παρεμβάσεις» στις ισχύουσες εκλογικές διαδικασίες). Πάντως και οι τρεις παραπάνω τομείς, στους οποίους στοχεύουν οι εξαγγελίες του υπουργείου, νοσούν και δικαίως απαιτούν αλλαγές, όχι μόνο άμεσες αλλά και γενναίες. Ανάμεσα όμως στις υπουργικές εξαγγελίες συμπεριλήφθηκε και η κατάργηση για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της βάσης του 10, που είχε θεσπίσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Επρόκειτο για μέτρο που, κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν ένα από τα ελάχιστα «σοβαρά» του σχετικού νομοθετήματος και εκτός από την ορθότητά του ενείχε και πολιτικό κόστος. Πριν έλθει στο φως σε όλο της το μέγεθος η οικτρή οικονομική μας κατάσταση, μέτρα πολιτικού κόστους αποτελούσαν εξαιρέσεις, δεδομένου ότι δεν συμβιβάζονται με το σύνδρομο της επανεκλογής που διακατέχει τους πολιτικούς.

Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου δικαιολογώντας την παραπάνω απόφαση υπενθύμισε ότι πρόκειται για κομματική προεκλογική εξαγγελίατέτοιες εξαγγελίες βέβαια είναι γνωστό πόσο τηρούνται στον τόπο μαςκαι ότι το μέτρο εξυπηρετεί κοινωνικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς. Αδυνατώ να παρακολουθήσω την τελευταία επιχειρηματολογία. Επειδή υπάρχουν Τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπολειτουργούν εξαιτίας έλλειψης φοιτητών, επιβάλλεται αυτά να δραστηριοποιηθούν ακόμη και με σχεδόν αναλφάβητους; (Αυτό μου θυμίζει τη γνωστή εύθυμη ιστορία με τον πολιτικό εκείνο που υποσχόταν να ιδρύσει σχολεία σε χωριά όπου δεν υπήρχαν παιδιά και προθυμοποιούνταν να κάνει και… παιδιά.)

Είναι γνωστό βέβαια ότι η λειτουργία των Τμημάτων αυτών, που έχουν «σπαρθεί» σε ολόκληρη την περιφέρεια, έχει κάποιον αντίκτυπο στις τοπικές οικονομίες. Είναι όμως δυνατόν να επιδιώκεται οικονομική ανάπτυξη με πανεπιστήμια οι φοιτητές των οποίων εισήλθαν στα ιδρύματα «με το ζόρι»; Οι ιθύνοντες του υπουργείου φαίνεται να ξεχνούν ότι «γράμματα» μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο. Το πανεπιστήμιο πρέπει να υποδέχεται έναν πληθυσμό νέων που είναι αυτονόητο ότι έχει τις προϋποθέσεις να παρακολουθήσει και να κατανοήσει ένα ανώτερο επίπεδο γνώσεων. Μπορεί αυτό να συμβεί με μαθητές που στο σημερινό ελληνικό σχολείο βαθμολογούνται κάτω από 10; Ή μήπως το υπουργείο πιστεύει ότι τα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας είναι θαυματουργά, ικανά να μετατρέπουν τους αμαθείς σε… φωστήρες; (Αφήνω βέβαια και το ζήτημα της συνολικής ποιότητας των ίδιων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μας.)

Στην ανώτατη παιδεία δεν χωρούν κοινωνικά και παιδαγωγικά κριτήρια, όταν αυτά είναι σε βάρος της ποιότητας. Από αυτήν την ποιότητα εξαρτάται πρωτίστως η πορεία της χώρας. Πρόκειται για θέση αποδεκτή, όπως φαίνεται, και από τη νέα ηγεσία του υπουργείου, όπως μας βεβαιώνουν οι «επείγουσες παρεμβάσεις» που επιχειρεί στις μετεγγραφές των σπουδαστών και οι οποίες, ως επί το πλείστον, γίνονται για λόγους κοινωνικούς. Παρεμβαίνει επειδή αναγνωρίζει ότι οι μετεγγραφές αυτές δημιουργούν «τεράστια προβλήματα στη λειτουργία των ΑΕΙ και το παρεχόμενο επίπεδο σπουδών». Γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ποιότητα των σπουδών υπερτερεί των κοινωνικών κριτηρίων;

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.