«Το μεγαλύτερο λάθος μας ήταν ότι ποτέ δεν ερευνήσαμε αναλυτικά τι απέγιναν ορισμένοι από τους 394 συλληφθέντες στην εισβολή των ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο, το 1995. Ψάχναμε διάφορα θέματα αλλά όχι αυτό. Στην έρευνα των τελευταίων μηνών έχουμε εντοπίσει τουλάχιστον 20 υπόπτους που βρίσκονταν στην κατάληψη αυτή. Τότε οι πιο πολλοί ήταν 17 και 18 χρόνων και μετά την εξάρθρωση της 17Ν έγιναν το νέο “επαναστατικό δυναμικό”, όπως λένε. Στο Πολυτεχνείο βρέθηκε τότε η “δεξαμενή” της επονομαζόμενης “νέας γενιάς τρομοκρατών”. Δεν μπορέσαμε να
καταλάβουμε τίποτε, όπως εξάλλου για καμιά από τις πέντε μεγάλες στρατολογήσεις της μεταπολιτευτικής ένοπλης δράσης». Αυτό παραδέχθηκε μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» ανώτατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που χειρίζεται τον φάκελο του «Επαναστατικού Αγώνα» και άλλων ένοπλων οργανώσεων, τα τελευταία χρόνια.
Οι αξιωματικοί διαπιστώνουν ότι τουλάχιστον τρεις κατηγορούμενοι για συμμετοχή στον «Επαναστατικό Αγώνα» συμμετείχαν στα γεγονότα του 1995. Ο Σαράντος Νικητόπουλος ήταν 17χρονος μαθητής, ο Νίκος
Μαζιώτης ήταν 24χρονος άεργος και η Παναγιώτα Ρούπα ήταν τότε 26χρονη ιδιωτική υπάλληλος, αλλά και ο
Λάμπρος Φούντας ήταν τότε 20χρονος φοιτητής. Εκεί παραβρίσκονταν και άλλοι, ύποπτοι σήμερα για συμμετοχή στην οργάνωση. Στην ίδια λίστα συλληφθέντων η Ασφάλεια ανακάλυψε τους 17χρονους και 18χρονους εμπλεκομένους στην υπόθεση των «ληστών με τα μαύρα», που έδρασαν την περίοδο 2003-2006, όπως και άλλους τέσσερις που έχουν κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια για εμπρηστικές επιθέσεις, κλοπή οπλισμού και άλλες ενέργειες.

Η κατάληψη του Ιδρύματος στις 17 Νοεμβρίου 1995 ακολούθησε, ως συνήθως, την πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Μια μεγάλη ομάδα φοιτητών, μαθητών και εργατών μπήκε στον χώρο και άρχισε ο συνήθης πετροπόλεμος με δυνάμεις των ΜΑΤ, οι οποίες μάλιστα είχαν ξυλοκοπήσει άγρια 16χρονο μαθητή μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Ενα από τα συνθήματα των συγκεντρωμένων ήταν η απελευθέρωση αντιεξουσιαστή, ο οποίος είχε συλληφθεί λίγο καιρό νωρίτερα για ληστεία. Ο ίδιος δραστήριος αντιεξουσιαστής θεωρείται σήμερα από την ΕΛ.ΑΣ. ο χειριστής του επονομαζόμενου «επαναστατικού ταμείου» των ενόπλων οργανώσεων, χωρίς όμως οι Αρχές να διαθέτουν αποδεικτικά στοιχεία.

Από τη Σύγκλητο του Πολυτεχνείου δόθηκε η άδεια- για πρώτη και τελευταία φορά- να εισβάλουν τα ΜΑΤ. Σύμφωνα με την καταγραφή της ΕΛ.ΑΣ., οι 85 από τους συλληφθέντες ήταν ανήλικοι. Ακόμη υπήρχαν 66 φοιτητές, 42 σπουδαστές, 96 άνεργοι, 54 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 24 ελεύθεροι επαγγελματίες, 17 εργάτες, έξι δημόσιοι υπάλληλοι, τρεις στρατιώτες. Δύο από τους προσαχθέντες ήταν αλλοδαποί. Οπως αναφερόταν σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, «οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες φαίνεται να είναι παιδιά της διπλανής πόρτας. Παιδιά ανέργων αλλά και διευθυντών υπουργείων, καθαριστριών και τραπεζικών, εργατών και δημοσίων υπάλληλων. Παιδιά που μεγάλωσαν με χωρισμένους γονείς, αλλά και με γονείς που στάθηκαν αμφότεροι κοντά τους. Παιδιά που μεγάλωσαν στα φτωχικά σπίτια του Ρέντη αλλά και στις ακριβές μονοκατοικίες του Παλαιού Φαλήρου. Οι γονείς τους είναι βέβαιοι ότι τα παιδιά τους βρέθηκαν εκεί για την πορεία και χωρίς να το καταλάβουν μπλοκαρίστηκαν μέσα στις φωτιές και τα δακρυγόνα».

Η έρευνα και η βόμβα
Η ΕΛ.ΑΣ. πήρε αποτυπώματα από όλους τους συλληφθέντες σε μια καταγραφή που θεωρείται από τους αξιωματικούς «η πιο σημαντική του αντιεξουσιαστικού χώρου» . Η συντριπτική πλειονότητα των προσαχθέντων δεν απασχόλησε ξανά τις διωκτικές αρχές. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1995, από 12 επιστημονικούς συμβούλους του υπουργείου Δημόσιας Τάξης είχε ξεκινήσει μια πιο αναλυτική έρευνα για το προφίλ των προσαχθέντων, η οποία θα περιελάμβανε βιογραφικά στοιχεία, συνεντεύξεις για τον λόγο της παρουσίας τους στην κατάληψη και τις επιλογέςκατευθύνσεις στη συνέχεια της ζωής τους κτλ. Ενα από τα βασικά ζητούμενα της έρευνας ήταν να απαντηθεί γιατί οι αντιεξουσιαστές προκαλούσαν φθορές στο Πολυτεχνείο, το οποίο ήταν βεβαίως σύμβολο της εξέγερσης του 1973. Ωστόσο η έρευνα αυτή σταμάτησε λόγω αλλαγών στην ηγεσία του υπουργείου. Μάλιστα στο σπίτι μιας από τις συμβούλους έγινε βομβιστική επίθεση τον Φεβρουάριο του 1997, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε η οργάνωση «Μαχόμενος Αντάρτικος Σχηματισμός», η συγκρότηση της οποίας αποδίδεται από την ΕΛ.ΑΣ. στον Νίκο Μαζιώτη. Οπως αναφέρει η πολιτική επιστήμων και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θράκης κυρία Μαίρη Μπόση, «τη δεκαετία του 1970 οι πολιτικές Νεολαίες απορροφούσαν τους κραδασμούς των επαναστατικοποιημένων νεαρών. Ομως η έλλειψη πολιτικών οραμάτων εγκλώβισε μεγάλο αριθμό ατόμων στον αντιεξουσιαστικό χώρο, ο οποίος πήρε ολοένα πιο ακραίες μορφές».

Στα γεγονότα του 1995 υπήρξαν καταγγελίες για κακοποίηση πολλών από τους προσαχθέντες μέσα στις κλούβες των ΜΑΤ. Σήμερα, αστυνομικοί αναφέρουν ότι «ίσως αυτή η συμπεριφορά μεγέθυνε το μίσος πολλών για την Αστυνομία, κάτι που βρήκαμε μπροστά μας τα τελευταία χρόνια».