Την περασμένη Παρασκευή, λίγο μετά το μεσημέρι, το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters μετέδωσε από τη Μαδρίτη υποτιθέμενα αποσπάσματα της ομιλίας του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ στο άτυπο συμβούλιο Εurogroup με αναφορές στο πρόβλημα ρευστότητας των ελληνικών εμπορικών τραπεζών. Η διακινηθείσα παγκοσμίως πληροφορία παρ΄ ολίγον να τινάξει την Ελλάδα στον αέρα. Σύμφωνα με τη μεταδοθείσα και αργότερα διαψευσθείσα πληροφορία του διεθνούς πρακτορείου, αποδιδόταν στον πρόεδρο της Ευρωτράπεζας η αναφορά ότι «το πρόβλημα ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών παραμένει δύσκολο και θα μπορούσε να επιδεινωθεί».

Με τη μετάδοση της είδησης γύρισε αυτόματα καθοδικά το Χρηματιστήριο Αθηνών, ανησυχία κατέλαβε και πάλι τις έτσι κι αλλιώς καχύποπτες αγορές και όλα μαζί φανέρωναν την ατμόσφαιρα δυσπιστίας που επικρατεί για την Αθήνα. Ηταν τέτοια η πίεση που ο παρευρισκόμενος στη Μαδρίτη πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας κ. Βασ. Ράπανος έσπευσε να αναζητήσει τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να ζητήσει σχετικές διευκρινίσεις. Από τις επαφές και τις συνεννοήσεις το περιβάλλον του κ. Τρισέ βεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια αναφορά στην ομιλία του προέδρου της ΕΚΤ και πως το πρακτορείο πιθανώς αυθαιρέτησε. Αργότερα το ίδιο βράδυ έγινε αναφορά σε δήθεν σημείωμα του κεντρικού τραπεζίτη το οποίο χρησιμοποίησε το διεθνές πρακτορείο αλλά δεν διαβάστηκε στη σύνοδο των υπουργών. Οπως και αν έχει, και από αυτό το επεισόδιο φανερώθηκε σε όλους πόσο ρευστή και επικίνδυνη είναι αυτή η αναμονή διαρκείας στην οποία έχει περιέλθει το ελληνικό πρόβλημα, που εδώ και έξι μήνες λύνεται και ακόμη να δει άσπρη μέρα.

Οι αγορές και τα φερέφωνα
Αυτή τη στιγμή, εν αναμονή της διαπραγμάτευσης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη διαμόρφωση των όρων που θα επιτρέψουν την ενεργοποίηση της μεικτής βοήθειας, όλοι κινούνται σε λεπτές οριακές γραμμές. Ενα λάθος, μια ατυχής δήλωση, μια προπαρασκευασμένη πράξη οικονομικής δολιοφθοράς είναι ικανή να δημιουργήσει τετελεσμένα και να φέρει την κυβέρνηση Παπανδρέου και τη χώρα σε απόλυτο αδιέξοδο.

Αυτές ακριβώς οι μακρές αναμονές και η διαρκής ταλάντευση, άλλοτε των Αθηνών, άλλοτε των Βρυξελλών και εσχάτως της κυρίας Ανγκελα Μέρκελ, που ως τις περιφερειακές εκλογές της 9ης Μαΐου δεν θέλει να ακούει τίποτε για την Ελλάδα και το πρόβλημά της, κορυφώνουν την αγωνία και βεβαίως διευκολύνουν τις αγορές και τα φερέφωνά τους, που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναζητούν ευκαιρίες ολοένα και εντονότερης πίεσης.

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η κατάσταση είναι απολύτως νευρική, οι ίδιοι οι επενδυτές έχουν κουραστεί από την ελληνική υπόθεση, ακόμη και εκείνοι που εμπιστεύονται τις ελληνικές δυνατότητες βαρέθηκαν να αναμένουν ρισκάροντας και είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Ο «χρόνος μηδέν» πλησιάζει όσο δεν δίνεται ένα τέλος στο δράμα του ελληνικού χρηματοδοτικού προβλήματος.

Σε δυο-τρεις ημέρες θα πληρωθεί μια μεγάλη τοκοχρεολυτική ζώνη ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ και άλλα τόσα θα χρειαστούν κοντά στις 20 Μαΐου. Η μεθαυριανή δόση είναι εξασφαλισμένη αλλά εκείνη του Μαΐου αναζητείται. Και ενδιαμέσως χρειάζονται περίπου 1,5-2 δισ. ευρώ για τις ανά μήνα κρατικές δανειακές ανάγκες οι οποίες εξασφαλίζουν την τρέχουσα λειτουργία του κράτους.

Κατά τα φαινόμενα, η διαπραγμάτευση με την τριπλή αντιπροσωπεία εποπτείας και επιτήρησης θα διαρκέσει από μία ως δύο εβδομάδες και ως τις 9 Μαΐου, οπότε θα διεξαχθούν οι περιφερειακές εκλογές στη Γερμανία, οι αμφισβητήσεις θα εντείνονται και το κλίμα αναμονής θα διατηρείται βασανιστικό και αγωνιώδες.

Το τέλος των συντάξεων
Ουσιαστικά η ελληνική πολιτική, όπως και η ελληνική οικονομία και κοινωνία, υφίσταται επί μακρόν το εξουθενωτικό μαρτύριο της σταγόνας που παραλύει και ακινητοποιεί. Είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που όλοι θέλουν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα αλλά λύτρωση δεν βρίσκουν. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της αλλαγής στο Ασφαλιστικό.

Ο υπουργός Απασχόλησης Ανδρέας Λοβέρδος, τελών ακριβώς υπό το καθεστώς αυτής της πίεσης, έσπευσε μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο να τελειώσει την αλλαγή του Ασφαλιστικού. Επέλεξε τη σκληρότερη εκδοχή, κατέληξε σε ενοποίηση ασφαλιστικών ρυθμίσεων για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, επέσπευσε την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος απονομής εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης από το 2013 και υιοθέτησε πολύ μικρά εισοδηματικά όρια στο ύψος των 540 ευρώ τον μήνα για την απόδοση της πρώτης δημιουργώντας τη βεβαιότητα του τέλους των συντάξεων. Παρά ταύτα, όταν θέλησε να ενημερώσει τις Βρυξέλλες, βρέθηκε απέναντι σε τοίχο δυσπιστίας και εισέπραξε επιτιμητικές προβλέψεις ότι σε έναν μήνα θα χρειαστεί να καταρτίσει νέο, πιο σκληρό ασφαλιστικό νόμο.

Αυτό ακριβώς το κλίμα αναμένεται και στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν αύριο με την τριπλή αντιπροσωπεία Κομισιόν, Ευρωτράπεζας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι ξένοι και κυρίως τα πέραν του Ατλαντικού γκρίζα κοστούμια θα είναι απολύτως απαιτητικοί, θα διεκδικούν ολοένα και περισσότερα και η ελληνική πλευρά δεν θα έχει δυνάμεις αντίστασης, εξουθενωμένη όπως είναι από το μαρτύριο της σταγόνας.