Η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας αποτελεί νομικό κεκτημένο στις ΗΠΑ. Επεται η χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση. Θα συμβεί όμως; Ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται αισιόδοξος, διότι πιστεύει ότι οι Ρεπουμπλικανοί δεν θα θελήσουν να χαρακτηριστούν σύμμαχοι της Wall Street. Δεν είμαι τόσο βέβαιος για αυτό. Το καίριο ερώτημα είναι πόσοι γερουσιαστές πιστεύουν ότι μπορούν να ξεφύγουν ισχυριζόμενοι ότι ο πόλεμος είναι ειρήνη, ότι η σκλαβιά είναι ελευθερία και ότι επιβάλλοντας ρυθμιστικούς κανόνες στις μεγάλες τράπεζες τους κάνουμε χάρη.

Παλαιότερα διαθέταμε ένα λειτουργικό σύστημα αποφυγής των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, το οποίο στηριζόταν σε έναν συνδυασμό κυβερνητικών εγγυήσεων και ρυθμίσεων. Από τη μια πλευρά, οι τραπεζικές καταθέσεις ήταν εξασφαλισμένες και, από την άλλη, οι τράπεζες υπόκειντο σε αυστηρούς ρυθμιστικούς κανόνες, συνεπώς δεν εκμεταλλεύονταν τις κυβερνητικές εγγυήσεις κάνοντας υπερβολικά παρακινδυνευμένες κινήσεις.

Από το 1980 και έπειτα όμως αυτό το σύστημα κατέρρευσε σταδιακά, εν μέρει εξαιτίας της απορρύθμισης των τραπεζών, αλλά κυρίως εξαιτίας της ανόδου της «σκιώδους τραπεζικής»: ιδρύματα και πρακτικές- όπως η χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων με άμεσο δανεισμό- που δημιούργησαν εκ νέου τους κινδύνους των παλαιού τύπου τραπεζικών λειτουργιών, που δεν καλύπτονταν όμως ούτε από εγγυήσεις ούτε από ρυθμίσεις. Ως το 2007 το αποτέλεσμα ήταν ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα εξίσου ευάλωτο σε σοβαρές κρίσεις όσο και το σύστημα του 1930. Και η κρίση ήρθε. Και τώρα; Στην πραγματικότητα έχουμε ήδη δημιουργήσει εκ νέου εγγυήσεις τύπου «Νew Deal». Καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα βυθίστηκε στην κρίση, η κυβέρνηση επενέβη για να διασώσει τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες που κινδύνευαν, ώστε να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση του συστήματος.

Και θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις διάσωσης έγιναν από μια συντηρητική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, η οποία ισχυριζόταν ότι πίστευε βαθιά στις ελεύθερες αγορές. Εχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτός θα είναι στο εξής ο κανόνας: όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, όποιος κι αν βρίσκεται στην εξουσία, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα διασώζεται. Κατ΄ ουσίαν τα χρέη των «τραπεζών-σκιών», όπως και οι καταθέσεις στις συμβατικές τράπεζες, καλύπτονται πλέον από κυβερνητικές εγγυήσεις.

Τώρα το μοναδικό ερώτημα είναι κατά πόσο η χρηματοπιστωτική βιομηχανία θα πληρώσει το τίμημα για αυτό το προνόμιο, κατά πόσο η Wall Street θα υποχρεωθεί να συμπεριφερθεί υπεύθυνα ανταποδίδοντας την κυβερνητική στήριξη. Και ποιος θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό;

Τι λέτε για τον επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Τζον Μπέινερ; Προσφάτως ο κ. Μπέινερ προέβη σε μία ομιλία προς τραπεζίτες, στην οποία τους ενθάρρυνε να μπλοκάρουν τις προσπάθειες του Κογκρέσου να επιβάλει αυστηρότερες ρυθμίσεις. «Μην αφήσετε αυτούς τους αλήτες υπαλληλίσκους να σας εκμεταλλευτούν… υπερασπιστείτε τον εαυτό σας» τους προέτρεψε, ενώ όταν έκανε λόγο για «εκμετάλλευση» εννοούσε την επιβολή όρων στη βιομηχανία ως ανταπόδοση της κυβερνητικής στήριξης. Ο επικεφαλής της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων Μπάρνεϊ Φρανκ μάλιστα έφτιαξε και μοίρασε κονκάρδες με το σύνθημα «Αλήτης υπαλληλίσκος». Ο κ. Μπέινερ όμως δεν αποτελεί πρόβλημα. Ο κ. Φρανκ πρωτοστάτησε στη διαδικασία ψήφισης της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το ζήτημα είναι τι θα γίνει στη Γερουσία. Εκεί η προταθείσα νομοθεσία συντάχθηκε από τον γερουσιαστή του Κονέκτικατ Κρις Ντοντ. Το νομοσχέδιο είναι σημαντικά ασθενέστερο του νομοσχεδίου του κ. Φρανκ και πρέπει να γίνει πιο δυναμικό. Κανένα νομοσχέδιο όμως δεν θα γίνει νόμος αν οι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές σταθούν εμπόδιο στη μεταρρύθμιση.

Δεν φοβούνται όμως οι αντίπαλοι της μεταρρύθμισης μήπως χαρακτηριστούν σύμμαχοι των «κακών» (πράγμα που ισχύει); Ισως όχι. Τον Ιανουάριο ο υπεύθυνος στρατηγικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Φρανκ Λουντζ κυκλοφόρησε ένα μνημόνιο για το πώς να αντιταχθεί κανείς στη χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση. Η κεντρική ιδέα του ήταν ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα έπρεπε να ισχυριστούν ότι το επάνω είναι κάτω- ότι η μεταρρυθμιστική νομοθεσία αποτελεί «ένα μεγάλο νομοσχέδιο διάσωσης των τραπεζών» και όχι ένα σύνολο τραπεζικών περιορισμών.

Το μοναδικό ερώτημα είναι αν θα προχωρήσουμε σε ρύθμιση του τραπεζικού τομέα ούτως ώστε οι τραπεζίτες να μην καταχρώνται το προνόμιο της κυβερνητικής στήριξης. Αυτήν ακριβώς τη ρύθμιση- και όχι τις μελλοντικές διασώσεις- προσπαθούν να εμποδίσουν οι εχθροί της μεταρρύθμισης που χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η μάχη γίνεται λοιπόν ανάμεσα στους αλήτες και στους πλουτοκράτες- εκείνους που θέλουν να χαλιναγωγήσουν τις τράπεζες που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο και τους τραπεζίτες που θέλουν την ελευθερία να θέτουν την οικονομία σε κίνδυνο, μια ελευθερία ενισχυμένη από τη γνώση ότι οι φορολογούμενοι θα τους διασώσουν εν καιρώ κρίσης. Ο,τι κι αν λένε, το θέμα είναι ότι εκείνοι που αντιτίθενται στο νομοσχέδιο Ντοντ είναι με το μέρος των πλουτοκρατών. Ο αμερικανικός λαός πρέπει να ταχθεί με το μέρος των αλητών, εκείνων δηλαδή που προσπαθούν να προστατεύσουν τα συμφέροντά του.

Ο κ. Πολ Κρούγκμαν, κάτοχος του Βραβείου Νομπέλ Οικονομίας το 2008, είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον.