Ανάσα από το μέτωπο της Ευρώπης, αλλά τα αγκάθια με την Τουρκία και τα Σκόπια δεν λένε να ξεριζωθούν, αυξάνοντας την ανησυχία στην Αθήνα σε μια περίοδο που θα προτιμούσε και το μέτωπο αυτό να ομαλοποιηθεί. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που οδήγησε τον κ. Α. Παπανδρέου, στις πρώτες του κινήσεις ως πρωθυπουργού, να πραγματοποιήσει ανοίγματα τόσο προς την Αγκυρα όσο και προς τα Σκόπια. Τώρα όμως αποδεικνύεται ότι η επίδειξη αυτής της καλής θέλησης δεν είχε την ανάλογη ανταπόκριση, κυρίως λόγω των εσωτερικών επιπλοκών στις δύο γειτονικές χώρες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η συνάντηση Παπανδρέου- Γκρούεφσκι προχθές στις Βρυξέλλες (η τρίτη μέσα σε λίγους μήνες) κατέληξε και πάλι σε αδιέξοδο, ενώ η επανεμφανιζόμενη τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο υποχρέωσε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών να ματαιώσουν τις επισκέψεις τους στην Αγκυρα την παραμονή των ημερομηνιών που είχαν καθοριστεί.

Τα ερωτήματα για αυτή την επιδείνωση στις σχέσεις με την Τουρκία και τα Σκόπια είναι πολλά και έχουν τεθεί και στο παρελθόν. Η σύγκρουση του κ. Ερντογάν με το κεμαλικό κατεστημένο στον Στρατό και στη Δικαιοσύνη έχει κορυφωθεί, εν όψει μάλιστα των διεργασιών για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ ο κ. Γκρούεφσκι δεν φαίνεται διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις γνωστές εθνικιστικές θέσεις του, οι οποίες τον διατηρούν στην εξουσία, καθώς μάλιστα απολαμβάνει πλήρως την υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Το ζήτημα είναι αν οι τούρκοι στρατηγοί επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στον κ. Ερντογάν στην προσπάθειά του για βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα, η οποία εκπορεύεται από τη νέα τουρκική πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες. Ενα είδος, δηλαδή, αντιποίνων για τη μεταχείριση που υφίστανται από τον τούρκο πρωθυπουργό. Ή αν όλα αυτά εντάσσονται στη γνωστή παλαιά επιδίωξη για διαμοιρασμό του Αιγαίου με την πεποίθηση ότι τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε αδύναμη θέση είναι η κατάλληλη ευκαιρία να επιβληθούν οι απαράδεκτες αυτές διεκδικήσεις. Το παιχνίδι αυτό άλλωστε έχει παιχθεί συχνά στο παρελθόν. Με τα δεδομένα αυτά η Αθήνα δεν έχει κανέναν λόγο να παρασυρθεί στην παγίδα της έντασης που στήνει στο Αιγαίο η Αγκυρα και ευτυχώς ο υπουργός Εθνικής Αμυνας δείχνει να το αντιλαβάνεται. Γι΄ αυτό δήλωσε προ ημερών ότι «δεν τρέχουμε πίσω από τις προκλήσεις» και ότι η Αθήνα παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή όλα όσα συμβαίνουν. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στη σημερινή συγκυρία θα ήταν η επανάληψη ενός θερμού επεισοδίου. Γιατί προφανώς αυτό θέλουν οι Τούρκοι για να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Η Ελλάδα όμως δεν έχει και πολλά περιθώρια να προσθέσει στη δεινή οικονομική κρίση και μια στρατιωτική με άδηλη κατάληξη. Και το καίριο ερώτημα είναι αν το πνεύμα συνεργασίας που περιλαμβάνεται στις επιστολές που αντήλλαξαν οι δύο πρωθυπουργοί πριν από λίγους μήνες μπορεί να επιβιώσει στη σκιά των συνεχιζόμενων προκλήσεων. Διότι, αν δεν επιβιώσει, τότε η προγραμματιζόμενη επίσκεψη στην Αθήνα του κ. Ερντογάν δεν θα έχει πλέον κανένα νόημα.