Ανάπαυλα μαθήματος, και η νεαρή φοιτήτρια, απευθυνόμενη στο ακροατήριο, ζητούσε δράση και κινητοποίηση για μια περιστασιακή άρση ασύλου πριν από μερικές εβδομάδες στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης αλλά και για την περίπτωση συναδέλφου της η οποία είχε φωραθεί αντιγράφουσα στις εξετάσεις και αντιμετώπιζε ποινή αποκλεισμού κατά την επόμενη εξεταστική περίοδο. Ο αρειμάνιος τόνος, η επείγουσα εκφορά και η κλισαρισμένη μιζέρια του λογυδρίου δύσκολα θα μπορούσαν να εκπλήξουν οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη οικειότητα με τους ελληνικούς πανεπιστημιακούς χώρους του όψιμου 20ού και πρώιμου 21ου αιώνα, ωστόσο ένα συγκεκριμένο σημείο του εν λόγω διαγγέλματος-συνηγορίας διεκδικεί, εκτός από συλλεκτική, και ευρύτερη ενδεικτική αξία: κανείς, είπε, δεν έχει το δικαίωμα να καθυστερήσει τη λήψη πτυχίου για οποιονδήποτε φοιτητή. Οσοι, μετά από πολλαπλές κρίσεις δυσπεψίας κατά το παρελθόν, κατάφεραν τελικά να χωνέψουν το νομοτελειακό και αναπόδραστο της λήψης πτυχίου από δικαίους και αδίκους θα πρέπει τώρα προφανώς να αποδεχτούν και την παραδοσιακή σοφία τού «μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα». Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι το φοιτητικό ακροατήριο άκουσε την ομιλήτρια με εκείνο το είδος εκκωφαντικής απάθειας που μόνο ένας ακριβής συνδυασμός ρουτίνας και ανίας μπορεί να επιτύχει.

Μπορεί να συμβούν και εις τας καλυτέρας των πανεπιστημιακών οικογενειών- εννοώ τις εξάρσεις του νεανικού τσαμπουκά, την «ακτιβιστική» χλεύη, ακόμη και την επιδεικτική διαπόμπευση ιερών και οσίων· και θέλω να πιστεύω ότι μόνο η αρχαΐζουσα οπισθοφυλακή του πειθαρχισμού θα αναθεμάτιζε άνευ όρων τέτοιες εκδηλώσεις της νεανικής όρεξης. Από την άλλη μεριά, η τύπου έλα-μωρέ-τώρα-καιτι έγινε αφήγηση της κλεψιάς, η αυτόματη και απροσχημάτιστη συνηγορία και, κυρίως, το «κάλεσμα σε ξεσηκωμό» αποτελούν ιδιοσκευάσματα της ντόπιας πανεπιστημιακής πραγματικότητας, από εκείνα που έκαναν ένα άλλο πρόσφατο εξώφυλλο γερμανικού (πάλι!) περιοδικού να αναρωτιέται: «Είναι δυνατόν να καταλάβει κανείς τους Ελληνες;».

Αδύνατο, αν το κοιτάζεις απ΄ έξωπου σημαίνει, αν δεν γνωρίζεις τις μακροχρόνιες κακοήθεις εξεργασίες που ωθούν το αδιανόητο στα όρια του αποδεκτού. Γιατί η προαίρεση και η ρητορική της εικοσάχρονης Ελληνίδας δεν μόνο είναι ζήτημα εντοπισμένης πανεπιστημιακής «φλεγμονής» αλλά και εκδοχή της γενικευμένης παθογένειας που έρχεται κατά καιρούς στην επικαιρότητα και που τροφοδοτεί σήμερα προβληματισμούς και συζητήσεις με άμεση αφορμή την οικονομική κρίση. Οταν πριν από καιρό ακτινογραφούσαμε την αλησμόνητη εξίσωση «νόμιμο ίσον ηθικό», ξεχάσαμε (από άγνοια ή υποκρισία;) ότι οι κατεστημένες πρακτικές της κοινωνίας μας δυσκολεύουν «τεχνικά» τον ορισμό του νόμιμου, πολύ προτού τεθεί ζήτημα ηθικής αποτίμησης.

Ανάμεσα στο νόμιμο και το άνομο, το εθιμικό «ανάμεσό τους», δεκαετίες τώρα, έγινε το κανονικό πεδίο δράσης, ατομικής και, όπως φαίνεται καθαρά τώρα, συλλογικής- πολιτικής· και σ΄ αυτό το πεδίο αυτοφυείς πολλαπλασιάστηκαν και θέριεψαν οι πάσης χρήσεως μίζες, οι φοροδιαφεύγουσες ρυθμίσεις-ταχυδακτυλουργίες, τα δομημένα, τα βατοπαιδινά, οι κακοφορμισμένες υποκρισίες του πανεπιστημιακού ασύλου, τα ιατρικά φακελάκια και τα εξεταστικά «σκονάκια». Ποιος θα πει στην κοπελιά της ιστορίας μας ότι μιλάει και απαιτεί σε καταφανή θέση «οφ-σάιντ»; Και όλα αυτά ενώ, χρόνια τώρα, μας κρατούν σε ομηρεία ο ξύλινος πολιτικός λόγος, οι ανέξοδες μεγαλοστομίες και οι προεκλογικές ακυρολεξίες· όλα αυτά ενώ η ηθικολογία επιπολάζει και πλεονάζει, από αριστερά και δεξιά· όλα αυτά ενώ η ανάγκη για πραγματισμό και συνετή διαχείριση έπρεπε να διαπραγματεύεται σκληρά τη «νομιμότητά» της απέναντι σε οχυρές συντεχνίες και «υψιπετείς» ιδεολογίες, οι οποίες τώρα, εκτάκτως και επειγόντως, αποσύρονται σ΄ εκείνο το πολύ εύχρηστο χρονοντούλαπο (όπου πιθανότατα λουφάζουν και οι «διανοούμενοι;» της Νικολούλη).

Και επειδή, μέσα σε όλα αυτά, μοιάζει να διατηρούμε διάθεση αυτοσαρκασμού, προσφεύγουμε στην ευρεσιτεχνία των εξεταστικών επιτροπών. Τι ακριβώς μπορεί να είναι αυτό στην παρούσα συγκυρία; Επίλεκτοι και αδέκαστοι ειδήμονες του οικονομικού οι οποίοι θα ιχνηλατήσουν το κεφαλόβρυσο του κακού; Θα φτάσουν πίσω ως τη σεμνή και ταπεινή φάρσα του 2004 ή θα ανηφορίσουν παραπέρα μέχρι το ανακόλουθο πανηγύρι του ΄81; Θα είναι πολιτικοί «με ήθος και όραμα», εστιασμένοι τεχνοκράτες ή πάνελ «Δευτέρας Παρουσίας» επιφορτισμένο «κρίναι ζώντας και νεκρούς»; Θα αποφανθούν ότι ο Αλογοσκούφης δεν θα έπρεπε να είχε πάρει ποτέ διδακτορικό στα Οικονομικά, θα επισημάνουν ότι από τα απυρόβλητα υψώματα της ηθικής της η Αριστερά πρόσφερε κάλυψη πυρός στους πιστούς της ακινησίας (και, καθ΄ έξιν, στην ανυπόταχτη φοιτήτρια της ιστορίας μας) ενώ νόμιζε ότι συμπονάει τους αναξιοπαθούντες ή θα καταλήξουν σε μια «Θεωρία της Γενικής Σχετικότητας», σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα η ευθύνη είναι πολύ σχετικό πράγμα για να επισύρει συγκεκριμένη τιμωρία;

Και είναι κρίμα γιατί, όπως θα έλεγαν και οι γλωσσικοί ελληναράδες (αν το ήξεραν), τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα στην οποία η σημασιολογική μήτρα της ποινής προβάλλει την έννοια της τιμής και όχι εκείνη της εκδίκησης- γιατί «τιμωρία» σημαίνει, ακριβώς, «περιφρούρηση της τιμής». Είναι, συνεπώς, προφανές το τι σημαίνει «ατιμωρησία». Αλλά, όπως θα έλεγε και η φοιτήτριά μας, για ετυμολογίες θα μιλάμε τώρα;

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.