ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ και δοκιμασμένη πρακτική του καλού και του κακού μπάτσου καταφεύγει το Πεκίνο για να διαχειριστεί με τον συμφορότερο γι΄ αυτό τρόπο την επικείμενη- έτσι προβλέπουν οι «ειδικοί»- έξοδο της αμερικανικής και εν γένει της παγκόσμιας οικονομίας από την ύφεση. Την περασμένη Κυριακή ο υπουργός Εμπορίου της Κίνας Τσεν Ντεμίνγκ απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση προς την Ουάσιγκτον να πάψει να πολιτικοποιεί την ισοτιμία τού γουάν και να αντιληφθεί ότι η αναβίωση του προστατευτισμού απειλεί την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Την επομένη ο πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο συνέστησε… υπομονή μέχρι να φθάσει ο Μάιος. Διότι τον μήνα αυτόν πρόκειται να γίνει μια «πολύ σημαντική» σινοαμερικανική συνάντηση- λέγεται ότι στην κινεζική πρωτεύουσα θα μεταβούν η Χίλαρι Κλίντον και ο Τίμοθι Γκάιτνερ.
Η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας και ο υπουργός Οικονομικών θα αναζητήσουν από κοινού με την κινεζική ηγεσία τρόπους για την εξεύρεση ενός modus operandi των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων του πλανήτη σε ό,τι αφορά το εμπόριο και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Διότι μπορεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας να μειώνεται, λόγω της κάμψης του ηθικού των αμερικανών καταναλωτών, όμως η Ουάσιγκτον κλιμακώνει τις πιέσεις προς το Πεκίνο να συνεχίσει την πολιτική ανατίμησης του γουάν που έχει αναστείλει από το μέσον του 2008 εξαιτίας της κρίσης. Πρόκειταιβεβαίωςγια κάτι που ούτε να ακούει δεν αντέχει το Πεκίνο! Διότι είναι πολύ πιθανό, από τον Μάρτιο κιόλας, το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας (με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι αποκλειστικά με τις ΗΠΑ) να είναι αρνητικό!
Την περασμένη Δευτέρα ο «καλός μπάτσος» Γουέν Ζιαμπάο διεμήνυσε προς τις ΗΠΑ ότι η κυβέρνησή του «δεν επιθυμεί άλλους εμπορικούς και συναλλαγματικούς πολέμους». Αλλά 24 ώρες νωρίτερα ο «κακός μπάτσος» Τσεν Ντεμίνγκ είχε προειδοποιήσει ότι «η έξαρση του προστατευτισμού (σ.σ.: των Αμερικανών απογόνων του Ρόναλντ Ρίγκαν βεβαίως) συνιστά τροχοπέδη για την ανάπτυξη» και «κίνδυνο για υποτροπή της ύφεσης». Ο επικεφαλής όμως οικονομολόγος της Goldman Sachs Τζιμ Ο΄ Νιλ θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και αποφαίνεται: «Είναι κρίμα να κυριαρχεί αυτή η πολιτική τρομοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι η κρίση μετέτρεψε την Κίνα σε εισαγωγική χώρα».
Οντως η Κίνα εισάγει πλέον τα πάντα, ακόμη και προϊόντα που δυσκολεύεται να «χωνέψει». Οπως ας πούμε την ιντερνετική ελευθερία. Δεν είναι όμως μόνο η Google που αισθάνεται ανεπιθύμητη στην Κίνα. Είναι πάμπολλες αμερικανικές επιχειρήσεις, οι οποίες παραπονούνται όλο και εντονότερα για τα προσκόμματα (γραφειοκρατικά και άλλα) που θέτουν στη λειτουργία και στις δραστηριότητές τους οι κινεζικές αρχές. Χρόνια τώρα η Ουάσιγκτον παραπονείται ότι το Πεκίνο διατηρεί υποτιμημένο το νόμισμά του για να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο κατηγορεί την Ουάσιγκτον ότι πράττει ακριβώς το ίδιο σε μια περίοδο που το κινεζικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ συρρικνώνεται θεαματικά.
Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με το σύνολο των εμπορικών εταίρων της (με τον υπόλοιπο κόσμο δηλαδή) κατέρρευσε στα 7,6 δισ. δολάρια έπειτα από μια πτώση κατά 34% που σημείωσε πέρυσι. Εναντι των ΗΠΑ το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας είχε διαμορφωθεί τον Ιανουάριο στα 37,2 δισ. δολάρια, ενώ τον Αύγουστο του 2006 είχε φθάσει στο επίπεδο ρεκόρ των 67,8 δισ. δολαρίων. Το Πεκίνο θεωρεί πλέον ότι και οι ΗΠΑ παίζουν το χαρτί του υποτιμημένου νομίσματος για να τονώσουν τις εξαγωγές τους. Οι Κινέζοι ωστόσο δεν ανησυχούν τόσο για το εμπορικό ισοζύγιό τους με τις ΗΠΑ όσο για το γεγονός ότι απαξιώνονται οι επενδύσεις τους σε αμερικανικά ομόλογα. Διότι ένα φθηνότερο δολάριο ισοδυναμεί με εξαγωγή του αμερικανικού χρέους σε χώρες όπως η Κίνα ή η Ιαπωνία, που αποτελούν παραδοσιακούς πελάτες της αμερικανικής κυβέρνησης σε κάθε έκδοση ομολόγων που κάνει. Επιπλέον, η Κίνα διατηρεί σε δολάρια το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών της διαθεσίμων. Σύμφωνα με στοιχεία του Βloomberg, τα συνολικά συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κίνας σε αμερικανικό νόμισμα φθάνουν στο επίπεδο ρεκόρ των 2,4 τρισ. δολαρίων. Και η αξία των αμερικανικών ομολόγων που έχει το Πεκίνο στα θησαυροφυλάκιά του υπολογίζεται στα 889 δισ. δολάρια.
Δεν είναι όμως μόνον οι Κινέζοι που αγανακτούν από την πολιτική του φθηνού δολαρίου. Είναι και πολλοί ξένοι επιχειρηματικοί όμιλοι που επίσης συνιστούν μεγάλους επενδυτές σε αμερικανικό νόμισμα και σε χρέος (σε κρατικά ομόλογα δηλαδή). Αυτοί οι ξένοι οικονομικοί παράγοντες έχουν ήδη προειδοποιήσει δημοσίως και επανειλημμένως για τον κίνδυνο που συνιστά η δυναμική αυτή του δολαρίου. Και απειλούν ότι δεν θα ανέχονται εσαεί να βλέπουν τις επενδύσεις τους να απαξιώνονται. Από την άλλη πλευρά, οι Κινέζοι έχουν τα τελευταία χρόνια επιτρέψει τη σταδιακή ανατίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου. Διότι μπορεί να κρατούν την ισοτιμία των δύο νομισμάτων σταθερή στα 6,83 γουάν ανά δολάριο από το μέσον του 2008 για να προστατεύσουν τους εξαγωγείς τους από την παγκόσμια οικονομική ύφεση και τη συνεπαγόμενη πτώση της κατανάλωσης και εν γένει των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, αλλά την τριετία 2005- 2008 επέτρεψαν την ανατίμηση του γουάν κατά 21% έναντι του δολαρίου!
Μια από τις φαιδρές εκδοχές της σινοαμερικανικής εμπορικής διαμάχης είναι η ανταλλαγή κατηγοριών μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου για οικονομικό προστατευτισμό. Πού έγκειται η φαιδρότητα; Στο ότι οι Αμερικανοί έφθασαν στο σημείο να απευθύνουν στους Κινέζους την κατηγορία του εχθρού του ελευθέρου εμπορίου! Μα η Κίνα διοικείται από ένα κομμουνιστικό, μονοκομματικό καθεστώς, το οποίο καλοδέχεται μεν τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια, αλλά εξακολουθεί να ασκεί ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο σε κάθε οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Γιατί τότε συνωστίζονται οι αμερικανικές και άλλες ξένες επιχειρήσεις για να βάλουν πόδι στην κινεζική αγορά; Μα επειδή πρόκειται για μια αγορά 1,3 δισ. εν δυνάμει καταναλωτών και επιπλέον επειδή τα μεροκάματα των κινέζων εργατών παραμένουν σε εξευτελιστικά χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με εκείνα των εργατών της Δύσης.
Από την άλλη πλευρά, φαιδρά είναι τα μαθήματα καπιταλισμού που παραδίδουν οι Κινέζοι στους Αμερικανούς, καλώντας τους να τιμήσουν τη δική τους πολιτικοϊδεολογική ιστορία και να πάψουν να ασκούν μια πολιτική την οποία κατακεραύνωναν ως καταπιεστική και αποτυχημένη επί τέσσερις συναπτές δεκαετίες που διήρκεσε ο Ψυχρός Πόλεμος. Η προβληματική αυτή όμως αν ετίθετο επί τάπητος στις σινοαμερικανικές συνομιλίες του Μαΐου θα δημιουργούσε υπαρξιακά προβλήματα σε αμφότερες τις αντιπροσωπείες.
Οι Ηρακλείς της «νέας ορθοδοξίας»
Ηχηρούς γέλωτες θα προκαλούσαν- αν δεν ήταν τόσο εξοργιστικές…- οι επιδόσεις των ιδεολογικοπολιτικών πατέρων της αποκληθείσης «νέας οικονομικής ορθοδοξίας» και των πειθαναγκαστικών πρεσβευτών της ελεύθερης αγοράς Αμερικανών στον προστατευτισμό. Θα αντιλαμβανόταν όντως κάποιος γιατί η Ουάσιγκτον στο μέσον της προηγούμενης δεκαετίας κίνησε γη και ουρανό για να αποτρέψει για λόγους «εθνικής ασφαλείας» την υπαγωγή πέντε μεγάλων αμερικανικών λιμανιών στην Dubai Ρorts World. Είναι κατανοητή η ευαισθησία των Αμερικανών σε θέματα ασφαλείας- και τα λιμάνια αναμφίβολα αποτελούν τομέα εθνικής ασφάλειας- μετά το πάθημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Γιατί όμως η Ουάσιγκτον επιβάλλει επανειλημμένως προστατευτικούς δασμούς σε μια σειρά από προϊόντα ευρείας κατανάλωσης που εισάγονται από χώρες «ασφαλείς» μεν, αλλά με φθηνά εργατικά χέρια; Για παράδειγμα οι ΗΠΑ κόπτονται για τους περιορισμούς που βάζει η Ευρώπη στις εισαγωγές μπανάνας από τη Λατινική Αμερική προκειμένου να προστατεύσει την παραγωγή στις πρώην αποικίες της στη Βόρεια Αφρική, αλλά δασμολογούν ανελέητα τους κινεζικούς στηθόδεσμους και τις… κουρτίνες για να προστατεύσουν τους αμερικανούς κλωστοϋφαντουργούς! Το 2005 έδιωξαν κακήν κακώς τους Κινέζους της CΝΟΟC που ενδιαφέρονταν να εξαγοράσουν τη συγκριτικά μικρή (πέμπτη σε παραγωγή) αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία Unocal. Αλλά και χρόνια πριν από την 11η Σεπτεμβρίου είχαν φθάσει στα πρόθυρα εμπορικού πολέμου με τους Ιάπωνες, επιβάλλοντας εξοντωτικούς δασμούς στις εισαγωγές ιαπωνικού χάλυβα.