ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΗ πλούσια σκύλα ή άλλο ένα θύμα του Μπέρνι Μέιντοφ, που κατάφερε να επιβιώσει μέσα από τις δυσκολίες της οικονομικής καταστροφής; Το ερώτημα αφορά την αμερικανίδα συγγραφέα και δημοσιογράφο Αλεξάντρα Πένι, ένα από τα πιο διάσημα θύματα της μεγαλύτερης πυραμιδικής απάτης όλων των εποχών.Η Πένι είναι ένα από τα χιλιάδες θύματα του Μέιντοφ,έχοντας χάσει τα κέρδη μιας πλούσιας και άνετης ζωής κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Είναι όμως κάτι περισσότερο από αυτό:με την κατοπινή
δράση της και τα γραπτά της έγινε το σύμβολο του ανθρώπου που δεν γονατίζει στις δυσκολίες και ξεκινάει πάλι από το μηδέν.Ενα δύσκολο ξεκίνημα- είναι η αλήθεια- για μια γυναίκα που κυκλοφορούσε στη Νέα Υόρκη με λιμουζίνα και οδηγό και βρέθηκε ξαφνικά υποχρεωμένη να παίρνει τον υπόγειο σιδηρόδρομο.Η Πένι έγινε διάσημη στην Αμερική από το μπλογκ της, στο οποίο καταγράφει όλη τη μετά Μέιντοφ ζωή της. Από το μπλογκ αυτό προέκυψε και ένα βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες,προσφέροντάς μας μια αποκαλυπτική ματιά στη ζωή μιας γυναίκας που έχει διχάσει την αμερικανική κοινή γνώμη.

Το βιβλίο της Αλεξάντρα Πένι έχει τίτλο «Τhe Βag LadyΡapers», ίδιο με τον τίτλο του μπλογκ της που ξεκίνησε να γράφει αμέσως μετά την οικονομική της καταστροφή, τον Δεκέμβριο του 2008. «Βag Ladies» ονομάζουν οι Αμερικανοί τις εξαθλιωμένες γυναίκες που γυρίζουν στις πόλεις με όλα τα υπάρχοντά τους μαζεμένα σε μια σακούλα, που την κουβαλούν πάντοτε μαζί τους. Αυτός ήταν ο φόβος της Πένι, ότι χάνοντας ό,τι είχε και δεν είχε θα κατέληγε στους δρόμους σαν τις «γυναίκες με τις σακούλες». Ευτυχώς όμως βρέθηκε στον δρόμο της η παλιά της φίλη Τίνα Μπράουν, η διάσημη βρετανίδα δημοσιογράφος του «Τatler», του «Vanity Fair» και του «Νew Υorker», για να της δώσει μια στήλη στο site της «Τhe Daily Βeast», από το οποίο προέκυψε το βιβλίο που προαναφέραμε.

Ηταν η εποχή που η Πένι σκεφτόταν ακόμη και την αυτοκτονία. Μόλις είχε διαπιστώσει ότι ήταν ένα από τα θύματα του Μέιντοφ και ότι δεν επρόκειτο να ξαναδεί τα χρήματα που του είχε εμπιστευτεί. Μαθημένη να λαμβάνει τα μηνιαία εκκαθαριστικά από τον Μέιντοφ, ήταν σίγουρη ότι τα λεφτά της ήταν σε καλά χέρια. Ωσπου ήρθε εκείνο το μοιραίο βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου 2008, όταν άκουσε στις ειδήσεις τα νέα για τον Μέιντοφ. Η Πένι ούτε καν γνώριζε πόσα χρήματα είχε. Της αρκούσε που οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι της- μέλη της νεοϋορκέζικης ελίτ του Απερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν οι περισσότεροι- είχαν και αυτοί εμπιστευτεί τον Μέιντοφ. Εκείνη του είχε δώσει το 1999 ένα ποσό γύρω στα 500.000 δολάρια, παρασυρμένη από την υπόσχεση για αποδόσεις της τάξεως του 10 ή και 11% τον χρόνο. Οπως αναφέρει στο βιβλίο της, ως τότε είχε τα λεφτά της στην τράπεζα. Με τον Μέιντοφ πείστηκε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα γηρατειά της.

Ωσπου έσκασε η φούσκα και η Πένι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να παλέψει για να ζήσει. Ως τότε όλα της είχαν έρθει μάλλον εύκολα στη ζωή. Ανετα παιδικά χρόνια (ο μπαμπάς δικηγόρος), καλές σπουδές και μια καριέρα στη δημοσιογραφία και στη συγγραφή βιβλίων που θα τη ζήλευαν πολλοί. Η Πένι πέρασε από διευθυντικές θέσεις στα αμερικανικά περιοδικά «Self» και «Glamour» του ομίλου Cond Νast και έχει γράψει δύο μπεστ σέλερ ελαφριάς ψυχολογίας: «Ηow to Μake Love to a Μan» λέγεται το πρώτο και «Ηow to Μake Love to Εach Οther», το δεύτερο. Από τη δουλειά της έκανε λεφτά- όχι τόσα που να δικαιολογούν τις πολυτέλειες της προ Μέιντοφ εποχής-, αλλά εν πάση περιπτώσει αρκετά για να τη δεχτεί στη μεγάλη παρέα του ο έγκλειστος στη φυλακή σήμερα σύμβουλος επενδύσεων.

Στο βιβλίο της η Πένι περιγράφει με ειλικρίνεια τις προσαρμογές που υποχρεώθηκε να κάνει στη ζωή της μόλις διαπίστωσε ότι ήταν απένταρη. Επρεπε να πει στην κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι ότι θα έχανε τη δουλειά της, να μάθει να βγάζει εισιτήρια για τον υπόγειο, να πουλήσει τα κοσμήματά της και να ξεφορτωθεί στο eΒay τις τσάντες της του Ηerm s. Ακόμη να σιδερώνει μόνη της τα ρούχα της και να παραγγέλνει πίτσες με την προσφορά «πληρώνετε μία παίρνετε δύο». Πράγματα που της ήταν δηλαδή αδιανόητα πριν από την οικονομική καταστροφή. Ολες αυτές οι λεπτομέρειες διαβάζονται, φυσικά, ευχάριστα από ένα αναγνωστικό κοινό που του αρέσει να μπαίνει στην προσωπική ζωή των άλλων, ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτουν τη γύμνια ανθρώπων σαν την Πένι, η οποία, αν και δημοσιογράφος, ζούσε μια ζωή αποκομμένη από την πραγματικότητα και μακριά από τα προβλήματα της καθημερινής επιβίωσης.

Η περίπτωση της Πένι έγινε γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τις εμφανίσεις της στην τηλεόραση. Οταν το CΝΝ.com έγραψε για αυτήν, η ιστοσελίδα του αμερικανικού δικτύου δέχτηκε δύο εκατομμύρια «χτυπήματα»- αριθμός ρεκόρ για μια ιστορία τέτοιου είδους. Πολλοί αντιμετώπισαν την Πένι σαν ένα ταλαίπωρο- αν και λίγο αφελές- θύμα του Μέιντοφ, που «πούλησε» σωστά την ιστορία της για να μπορέσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Αλλοι πήγαν το θέμα λίγο παραπέρα και την είδαν ως σύμβολο μιας κοινωνίας που προσπαθεί να προσαρμοστεί – επιτυχώς- στις νέες συνθήκες. Η ίδια πιστεύει ότι η περιπέτειά της την έκανε πιο δυνατή και ότι έμαθε να αξιολογεί σωστά τα πράγματα. Είναι ίσως η μόνη από τα θύματα που Μέιντοφ που έβγαλε κέρδος από αυτόν – θα προσθέταμε εμείς!

ΗΛΙΚΙΑ: Αγνωστη. Πρέπει να διανύει την έβδομη δεκαετία της ζωής της.

ΣΠΟΥΔΕΣ: Smith College.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Διαζευγμένη, με έναν γιο.

ΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ: Το 1991, όταν ήταν διευθύντρια του γυναικείου περιοδικού «Self», δημιούργησε, μαζί με την εταιρεία καλλυντικών Εstée Lauder, ένα ίδρυμα για την έρευνα στον τομέα του καρκίνου του στήθους και καθιέρωσε τη ροζ κορδέλα ως σύμβολο της εκστρατείας για την καταπολέμηση της νόσου.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΓΑΖΕΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΗΣ: Μετά την οικονομική καταστροφή επιβίωσε τον τελευταίο χρόνο χάρη στην προκαταβολή που έλαβε για το βιβλίο της και παράλληλα εκθέτει τις φωτογραφίες της.