Σάββατο 20 Μαρτίου. Απόγευμα. Η ειδική προβολή της ταινίας «4 μαύρα κουστούμια» έχει μόλις τελειώσει στον Δαναό και τα τέσσερα πρόσωπα που βρίσκονται στο επίκεντρό της δέχονται συγχαρητήρια. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της, και οι τρεις ηθοποιοί που εμφανίζονται μαζί του. Ο Αλκης Παναγιωτίδης, ο Τάκης Σπυριδάκης και ο Γιάννης Ζουγανέλης. Χρειάζεται προσπάθεια για να τους συγκεντρώσεις στο μπαρ «Saxo» της Πανόρμου για μια κοινή συζήτηση και το γεγονός ότι ο χρόνος πιέζει τον Ζουγανέλη που έχει παράσταση σε λίγη ώρα κάνει την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη. Αξίζει όμως τον κόπο, γιατί η ταινία προσφέρει υλικό για κουβέντα. Τα «Κοστούμια» έχουν πολύ χιούμορ αλλά δεν είναι κωμωδία. Δεν είναι ούτε δράμα. Αποτυπώνουν κάτι από την ιλαροτραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας, γι΄ αυτό και όταν τελειώνουν τα σκέπτεσαι. Τέσσερις νεκροθάφτες, λούμπεν της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μπατίρια και λαμόγια, αναλαμβάνουν τη μεταφορά ενός φερέτρου από το λιμάνι του Πειραιά στα Λεύκτρα της Βοιωτίας. Για κάποιον λόγο η μεταφορά της σορού θα πρέπει να γίνει με τα πόδια. Κάπως έτσι αρχίζει ένα παράξενο ταξίδι σε ένα ιδιόμορφο road movie, μέσα από το οποίο ο θεατής βλέπει στα πρόσωπα των τεσσάρων ανδρών το πρόσωπο μιας Ελλάδας που καταρρέει αλλά επιμένει. Οι εσπρέσο έρχονται και η κουβέντα αρχίζει.
– Τι δηλώνουν για εσάς τα «4 μαύρα κουστούμια;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Τέσσερις ήρωες ταμάμ νεοέλληνες. Το στίγμα του νεοέλληνα. Εκείνου που δεν πιστεύει καθόλου στο παρόν γιατί πιστεύει ότι τα πράγματα αύριο θα είναι καλύτερα. Για μένα το σήμερα είναι το αύριο του χθες και όλοι είμαστε προσωρινοί σε αυτό που κάνουμε προτού μπούμε στη διαδικασία του ονείρου. Η ταινία δηλώνει επίσης ότι η ζωή στην Ελλάδα είναι παρακμιακή. Ψεύτικη, μη αληθινή».
ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Είναι η ιστορία τεσσάρων μοναχικών ανδρών που φοβούνται τη ζωή περισσότερο από τον θάνατο. Γιατί κότσια πρέπει να έχεις για να ζήσεις. Αν πεθάνεις, τελείωσε… Βέβαια πίσω απ΄ όλα αυτά για μένα αυτή η ταινία κρύβει την ανδρική αγωνία του ανεκπλήρωτου έρωτα. Αν ήθελα να περάσω ένα μήνυμα είναι ότι ο ρομαντικός έρωτας υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει».
ΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Κάτι που όλοι εμείς το έχουμε γνωρίσει- όχι όμως ο Ρένος (γέλια). Η ταινία όμως βγάζει και κάτι που δεν είχα αντιληφθεί όταν διάβαζα το σενάριο. Το είδα σήμερα. Βλέπουμε τέσσερις άνδρες που νομίζουν ότι είναι ζωντανοί επειδή κουβαλούν ένα πτώμα… Ωστόσο έχει σημασία όταν ένα πράγμα είναι ωραίο να το αφήνουμε έτσι. Χωρίς να αναζητούμε νεράιδες στο βάθος, γιατί ενδεχομένως να καταλήξεις σε βαρύγδουπες μπούρδες. Η κόρη μου που είναι 12 χρόνων μου έλεγε ότι δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα από το να ακούει έναν καλλιτέχνη να αναλύει το έργο του».
ΑΛΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Η έκπληξη για μένα είναι η τρυφερότητα που βγαίνει. Ηταν κάτι που άκουσα από τον περισσότερο κόσμο που μίλησα. Και μου άρεσε. Με συγκίνησε».
– Πείτε μου ένα σχόλιο που σας συγκίνησε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Του Ντίνου Κατσουρίδη που είναι ο ίδιος όλο το ελληνικό σινεμά. Ο Ντίνος δεν ακούει πολύ καλά. Και μου είπε αφού είδε την ταινία ότι βλασφημούσε επειδή δεν μπορούσε να ακούσει. Εξαιρετικό κομπλιμέντο από έναν πατριάρχη του χώρου μας».
– Στα «4 μαύρα κουστούμια» τα άγνωστα μεταξύ τους τέσσερα μπατίρια γίνονται φίλοι μέσα από το ταξίδι τους. Μήπως σε αυτόν τον τόπο η πραγματική φιλία,δηλαδή το δυσκολότερο πράγμα,είναι η μόνη μας σωτηρία; ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Μην ξεχνάς όμως ότι έχουν έναν κοινό στόχο».
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Ναι, αλλά όταν ο στόχος δεν εκπληρώνεται δεν το διαλάνε. Φεύγουν όντως σαν φίλοι».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου με τη φιλία που λες. Ενα ακόμη στίγμα του Νεοέλληνα είναι ο ατομισμός. Ο καθένας από τα “κοράκια” λειτουργεί για το προσωπικό του συμφέρον. Ο μόνος φίλος που κάπως αγαπήσανε είναι το πτώμα». – Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας ότι το πτώμα στο φέρετρο ίσως να είναι τελικά η ίδια η Ελλάδα;
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Μπα, όχι. Εμείς τη θέλουμε ζωντανή την Ελλάδα, άσχετα από το αν τώρα είναι πεθαμένη».
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Μου έκανε εντύπωση πάντως που το πλάνο όπου βλέπουμε τα “κοράκια” να ανεβαίνουν τα σκαλιά στη Βουλή έβγαλε γέλιο στον κόσμο. Οταν γυρίζαμε την ταινία δεν τη βρήκαμε καθόλου αστεία. Προφανώς δημιουργεί έναν συνειρμό. Μάλλον ο κόσμος διαβάζει αυτό που θέλει από την ταινία».
– Εχουν χιούμορ οι Ελληνες; ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Εχουν έμμεσο χιούμορ. Στην Ελλάδα γελάμε επειδή πιστεύουμε ότι αυτό που μας κάνει και γελάμε δεν το έχουμε εμείς αλλά κάποιος άλλος δίπλα…».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Εχουμε χιούμορ under certain circumstances. Υπό συνθήκες».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Αν ήμουν στη θέση σου θα μιλούσα μόνο αγγλικά…». (γέλια)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Δεν έχουμε αυτοσαρκασμό. Δεν γελάμε με τον εαυτό μας στην Ελλάδα. Και όταν σταματήσεις να γελάς με τον εαυτό σου έχει έρθει η στιγμή να γελάσουν οι άλλοι μαζί σου. Είναι πολύ επικίνδυνο σημείο αυτό».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Οι Ελληνες γελάνε με τον κουτσό, με τον τυφλό που θα χτυπήσει στην κολόνα, με αυτόν που θα γλιστρήσει και θα πέσει».
– Μα αυτό ακριβώς που λέτε δεν ήταν η πηγή γέλιου και στις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν; Πατούσε κάποιος την μπανανόφλουδα,έπεφτε και ο κόσμος έσκαγε στα γέλια…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Πολύ σωστό». ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Ναι αλλά ήταν ο βωβός κινηματογράφος στη δεκαετία του ΄20, όταν τα πράγματα βρίσκονταν ακόμη στην αρχή. Αν και θα περίμενες ότι οι Αγγλοσάξονες λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής τους θα γελούσαν με πιο φίνα πράγματα. Εμείς δικαιολογούμαστε να γελάμε με αυτά τα πράγματα γιατί δεν έχουμε απαλλαγεί από πολλά συμπλέγματα. Μιλάμε ακόμη για την Επανάσταση του 1821».
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Διαβάζεις μια σκηνή στο σενάριο όπου μια κάσα πέφτει ενώ την κουβαλούν. Είναι εξαιρετικά μακάβριο. Ενα επικίνδυνο αστείο. Και όμως ο κόσμος έσκασε στα γέλια. Λειτούργησε, με άλλα λόγια, ως κωμική».
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Λειτούργησε γιατί το γέλιο και το χιούμορ ή το οτιδήποτε θα λειτουργήσει σε μια ταινία από τη στιγμή που υπάρχει αρμονία σε όλα τα στοιχεία αυτής της ταινίας. Και εδώ υπάρχει αρμονία. Κυριαρχεί ακόμη και στις δύσκολες σκηνές, όπως αυτή με την κάσα. Δεν υπάρχουν κανόνες άλλωστε για το πώς θα βγει το γέλιο».
– Το black humor πάντως που έχουν τα «Κοστούμια» δεν είναι κάτι που συνηθίζεται στις ελληνικές ταινίες.
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Δεν συμφωνώ με τον όρο “black humor”. Είναι αδόκιμος! Και βάζω στοίχημα- ο Ρένος φοβάται να το βάλει- ότι τα “4 μαύρα κουστούμια” θα κόψουν για πλάκα 300.000 εισιτήρια!».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Εγώ νομίζω ότι ο κόσμος τη φοβάται λίγο την ελληνική ταινία. Δεν μπαίνει άνετα στην αίθουσα, όπως θα έμπαινε, ας πούμε, σε μια αμερικανική ταινία. Και ας είναι πατάτα. Και εξαιτίας αυτού του πράγματος πολλές φορές άξιες ταινίες δεν “πάνε”».
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Παρ΄ ότι στα τελευταία 20 χρόνια έχουμε κόψει εισιτήρια, δεν έχουμε ακόμη κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Εγώ δεν θα ήθελα να την αποκτήσουμε ποτέ».
– Γιατί; ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Γιατί το κοινό έχει επιλέξει την Αλεξανδράτου, τον Θέμο Αναστασιάδη, την απαξία. Δεν θέλω αυτή την εμπιστοσύνη. Θέλω άλλο κοινό».
– Την ίδια ώρα όμως ισχυρίζεστε ότι τα «4 μαύρα κουστούμια» θα κόψουν για πλάκα 300.000 εισιτήρια.
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Υπάρχουν αυτοί οι θεατές. Το 10% του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι ένα εκατομμύριο, έχε το υπόψη σου».
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Εχει δίκιο ο Γιάννης που λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει το κοινό. Εχει δημιουργηθεί μια ειδική σχέση με το κοινό και κατά καιρούς στο όνομα της Τέχνης έχουν γίνει ανοσιουργήματα. Πολλοί εκμε ταλλεύθηκαν την Τέχνη για να κρύψουν την αταλα ντοσύνη τους. Ωστόσο το διαφορετικά σκεπτόμενο, αυτό που ξεχωρίζει από τον συρμό, πρέπει να προβάλλεται καλύτερα. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην οποία η λέξη “κουλτούρα” είναι βρισιά».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Για παράδειγμα, ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ πάρα πολύ μου είπε βγαίνοντας από την αίθουσα “ωραία ομάδα”για τα “4 μαύρα κουστούμια”. Ε, δεν είναι αυτό προσέγγιση από έναν άνθρωπο που έχει αγωνιστεί. Τι θα πει “ωραία ομάδα”; Ο Παναθηναϊκός είμαστε;».
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Γενικώς επικρατεί μια προχειρότητα στη δημιουργία. Παίρνουμε ένα σενάριο, παίρνουμε έναν σκηνοθέτη που ξέρει να στήνει κάποια πλάνα στη διαφήμιση, μισό κιλό από εδώ, μισό κιλό από εκεί, βάζουμε και ένα ονοματάκι από τη ροκ σκηνή και έτσι κάνουμε ταινία. Αυτό έπεσε στην αγορά ως αντιπερισπασμός του καλού κινηματογράφου. Δεν υπάρχει εμπορικός και μη εμπορικός κινηματογράφος. Υπάρχει καλός ή κακός κινηματογράφος. Και αυτή η ταινία που κάναμε πιστεύω ότι εμπίπτει στον καλό κινηματογράφο». ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: «Δεν πιστεύω ότι μια ταινία ήταν καλύτερη και δεν την είδε ο κόσμος. Η αποδοχή μιας ταινίας είναι να μπει κόσμος στην αίθουσα. Εχω παίξει σε δεκάδες ελληνικές ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου επειδή έτυχε να επιστρέψω από την Αμερική όταν γυρίζονταν αυτές οι ταινίες. Και τις είδαν μόνο οι συγγενείς των καλλιτεχνών».
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Η αντίφαση είναι ότι, ενώ έχουν κοπεί εισιτήρια τα τελευταία 20 χρόνια, πολύς κόσμος πιστεύει ότι δεν πάει καλά το ελληνικό σινεμά. Γιατί; Γιατί οι ταινίες που έχουν γίνει επιτυχίες διασκέδασαν μεν τον κόσμο αλλά δεν άγγιξαν την καρδιά. Το παιχνίδι του σινεμά είναι στην καρδιά, πουθενά αλλού».
– Βέβαια,δεν μπορούμε να τα ΄χουμε όλα.Ο Αλκης Παναγιωτίδης λέει ότι μια ταινία έχει ύπαρξη μόνο αν μπει κόσμος στην αίθουσα…Κάπως πρέπει λοιπόν να τον παρασύρεις.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Ακριβώς. Αν η ταινία της Τζούλιας Αλεξανδράτου έβγαινε στις αίθουσες, χαμός δεν θα γινόταν; Θα γινόταν. Ενα εκατομμύριο εισιτήρια θα έκοβε η ταινία».
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Γι΄ αυτό το κοινό μιλούσα πριν. Αυτό το κοινό δεν μας ενδιαφέρει. Συλλήβδην το κοινό δεν είναι ένα πράγμα, επειδή λέγεται κοινό. Κάποιοι, όπως εμείς, απευθυνόμαστε σε μιαν άλλη πλευρά της καρδιάς των ανθρώπων. Αρνούμαστε την πλευρά της πνευματικής πορνείας που πουλάει η τηλεόραση, αρνούμαστε το εμπόριο του πόνου που επίσης πουλάει η τηλεόραση, αρνούμαστε την ευτέλεια, την αφέλεια. Ταινίες όπως τα “4 μαύρα κουστούμια” δεν απευθύνονται στο κοινό που έχει αυτό το γούστο».
– Τα λέτε όμως εσείς ο οποίος έχετε περάσει από την τηλεόραση…
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Ασφαλώς, θέλω όμως να πιστεύω ότι έχει περάσει με τον δικό μου χαρακτήρα- όσο μυστήριο και αν σου φαίνεται. Η τηλεόραση είναι ένα μέσον που αγαπώ γιατί κάνει παρέα στους πάντες. Αυτό όμως είναι που οι ιθύνοντες εκμεταλλεύονται και πουλάνε όλα αυτά που είπα πριν. Την ισοπέδωση. Εχω δει στην ίδια εκπομπή αφιέρωμα για τον Οδυσσέα Ελύτη με αφορμή μια επέτειο θανάτου του και ισοβαρές αφιέρωμα σε μια παίκτρια ενός ριάλιτι που τα είχε με έναν Αλβανό».
ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: «Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι όροι της τηλεόρασης είναι συγκεκριμένοι. Ακολουθούν τα τελευταία όρια της οποιασδήποτε ελεεινής αντιπνευματικότητας. Από την άλλη όμως, είναι και διττή η σχέση. Γιατί κάποιος τα βλέπει».
– Ποιος ευθύνεται για τα ελεεινά αυτά όρια της τηλεόρασης;
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Οι δημοσιογράφοι. Μόνο οι δημοσιογράφοι. Οι αρχισυντάκτες των δελτίων που έχουν μπερδέψει την αληθινή είδηση με την ψευτοείδηση. Ακόμη και κακό σίριαλ να κάνεις, ο απόηχος δεν θα είναι τόσο κακός όσο το κακό που έχουν κάνει οι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης που καταστρατηγούν το γούστο, τη γνώση και τον πολιτισμό. Εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε αθώοι μπροστά σε όλους αυτούς. Και είμαστε αθώοι ακόμη και στο οικονομικό θέμα. Οταν εμείς παίζουμε σε ένα σίριαλ και μπορούμε, ας πούμε, να πάρουμε 100.000 ευρώ για έναν χρόνο…». ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: «Μη λες ποσά…». ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Γιατί να μην πω; Και παραπάνω. Στο ίδιο διάστημα ένας δημοσιογράφος κάνει συμβόλαιο και παίρνει 1 εκατομμύριο ευρώ».
– Μιλώντας για χρήματα,παρατήρησα ότι τα «4 μαύρα κουστούμια» αφορούν την Ελλάδα της κρίσης: πρωταγωνιστές είναι τέσσερις τύποι που βρίσκονται στον άσο…
ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: «Δεν νομίζω ότι αυτό το πράγμα βρισκόταν στις προθέσεις του Ρένου. Γιατί εμάς δεν μας αφορά καθόλου η κρίση. Πρώτον, γιατί είμαστε όλοι πλούσιοι. Δεύτερον, γιατί η κρίση αφορά μόνο το Δημόσιο. Εγώ είμαι απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους. Το κράτος δεν έχει χρήματα, όχι οι Ελληνες. Εμείς δεν έχουμε καμία μείωση. Εχουμε αύξηση στα φορολογικά. Θα μας πάρουν παραπάνω. Αυτό είναι όλο».
Τα κόστους 700.000 ευρώ «4 μαύρα κουστούμια» βασίστηκαν σε μιαν ιδέα του Ρένου Χαραλαμπίδη.
Οταν η παραγωγή έλαβε το «πράσινο φως» από την εταιρεία Βoo Ρroductions («Κυνόδοντας»),η τελική μορφή του σεναρίου της αναπτύχθηκε στο Ευρωπαϊκό Σεμινάριο Σεναρίου ΜFΙ (ο Γ. Ζουγανέλης είπε ότι διάβασε πέντε διαφορετικά σενάρια της ταινίας,ήταν το πέμπτο).Τα γυρίσματα άρχισαν στο τέλος του περυσινού Μαΐου και ολοκληρώθηκαν στις αρχές του περασμένου Ιουλίου.Το φιλμ,στο οποίο συμπρωταγωνιστούν ο Δημήτρης Πουλικάκος και η Τιτίκα Σαριγκούλη, διανέμεται από την περασμένη Πέμπτη από την εταιρεία Νutopia στις αίθουσες.