Η Ερση Σωτηροπούλου είναι σε διαρκή μετακίνηση, με τη βαλίτσα της πάντοτε έτοιμη για ταξίδι. Σε ένα από τα λίγα εικοσιτετράωρά της στην Αθήνα τη συναντήσαμε στο σπίτι της στην Πλάκα και μιλήσαμε με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημαΕύαγια τη λογοτεχνία, τη ζωή, τις σχέσεις και το Ιnternet.

– Η Εύα,μια γυναίκα με συμβατική ζωή, ύστερα από χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν σε κλαμπ και ένα παθιασμένο φιλί με έναν άγνωστο στην τουαλέτα,καθώς επιστρέφει στο σπίτι της,περιπλανιέται σε άγνωστες γειτονιές της Αθήνας και γνωρίζεται με μια πόρνη,έναν κλέφτη και τον κόσμο του περιθωρίου, την ύπαρξη του οποίου ως τότε αγνοούσε.Και αυτή η εμπειρία την κάνει να δει από άλλη προοπτική τη δική της ζωή. Τι την έκανε να εισέλθει σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο;

«Ολους μας έλκει λίγο ως πολύ η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και το όριο ανάμεσα στην “κανονική” ζωή και στη σκοτεινή πλευρά της είναι πολύ λεπτό, σχεδόν αδιόρατο. Συμβαίνει όμως τις περισσότερες φορές να μην το δρασκελίζουμε γιατί ζούμε απωθώντας αυτό που μας είναι ξένο. Μετά το φιλί στην τουαλέτα η Εύα επιθυμεί να παρατείνει τη βραδιά με την ελπίδα μιας νέας ερωτικής ιστορίας και, φορτισμένη κιόλας από την ατμόσφαιρα και την υπόσχεση ευτυχίας των γιορτών, καθυστερεί την επιστροφή στο σπίτι, που της είναι πολύ δυσάρεστη. Ηταν όμως και θέμα συμπτώσεων. Αν βγαίνοντας από το κλαμπ την περίμενε ένας φίλος της και την πήγαινε στο σπίτι, θα άλλαζε η πορεία των πραγμάτων».

– Από τύχη γνωρίζουμε τους κόσμους που κινούνται παράλληλα με τον δικό μας;

«Η δυναμική του τυχαίου υπάρχει πάντα στη ζωή μας. Το αν θα υποκύψουμε ή θα αντισταθούμε σε αυτό είναι θέμα της προσωπικότητας και του ψυχισμού του καθενός και των συνθηκών κάθε φορά».

– Μπορεί να ζει κανείς πηγαινοερχόμενος σε διαφορετικούς κόσμους;

«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν διπλή ζωή. Αλλά αυτό είναι ρίσκο, γιατί ο “κανονικός” κόσμος απαιτεί ομοιομορφία και υποταγή».

– Η Εύα επισκέπτεται μία φορά έναν ψυχαναλυτή για να αντιμετωπίσει την επίμονη έλξη που της ασκεί το περιθώριο, ένας κλέφτης,αλλά χωρίς συνέχεια.Η ψυχανάλυση δεν δίνει λύση στα αδιέξοδά μας;

«Υπάρχουν φάσεις στη ζωή του ανθρώπου που είναι απαραίτητη και άλλες φορές που είναι περιττή».

– Εχετε κάποια προσωπική εμπειρία; «Ναι, με αφορμή το γράψιμο τηςΕύας. Κάποια στιγμή είχα μπλοκάρει και επισκέφθηκα έναν ψυχαναλυτή. Ηταν ευφυής, δεν νομίζω όμως ότι με βοήθησε».

– Στα βιβλία σας υπάρχουν συχνά σκηνές σε νοσοκομεία,που φαίνεται ότι σας ελκύουν.Πώς προέκυψε αυτό;

«Εχω βρεθεί άρρωστη στο νοσοκομείο και με έχει μαγέψει ο μικρόκοσμός του με τους δικούς του κώδικες. Δεν είναι όλα μαύρα εκεί μέσα, υπάρχει χαρά πλάι στη λύπη, έχει τη δική του ισορροπία, φλερτάρουν. Μου αρέσουν ακόμη και τα φαγητά του νοσοκομείου, μου αρέσει να γνωρίζω διαφορετικούς ανθρώπους. Πέρυσι, για παράδειγμα, ήμουν στη Ρόδο και χρειάστηκε να μπω στο νοσοκομείο. Βρέθηκα σε έναν θάλαμο με άλλες τέσσερις γυναίκες, απίθανες». – Οσο περνούν τα χρόνια,σας φοβίζουν τα γηρατειά,η αρρώστια,η ανημπόρια; «Θα έπρεπε να φοβάμαι, αλλά δεν φοβάμαι ακόμη. Περισσότερο ανησυχώ για τα παιδιά μου και τους γονείς μου». – Η Εύα σκέφτεται ότι δεν «γνωρίζει» τον πατέρα της.Η δική σας σχέση με τους γονείς σας ποια είναι;

«Με τη μητέρα μου πολύ έντονη, έχει περάσει από όλα τα στάδια. Με τον πατέρα μου πιο ουδέτερη, όπως με όλους τους πατεράδες της παλιότερης γενιάς, που ήταν συνήθως απόντες από το σπίτι και δεν ήταν εκδηλωτικοί».

– Πώς αισθάνονται διαβάζοντας τα βιβλία σας;

«Πέρασαν ένα σοκ με το βιβλίο μουΔιακοπές χωρίς πτώματο 1982. Νομίζω ότι πλέον δεν τους πειράζει τίποτε».

– Στην «Εύα» μπλέκεται με την αφηγηματική γραφή και η ποιητική και η θεατρική σε κάποιο κεφάλαιο.Διαφορετικά γράφει ένας ποιητής από έναν πεζογράφο;

«Ξεκίνησα γράφοντας ποίηση και ακόμη λειτουργώ σαν να γράφω ποίηση, γράφω, σβήνω, πετάω και ξαναγράφω. Για μένα δεν υπάρχει διαφορά στον τρόπο γραφής. Αρχισα να γράφω πεζογραφία εντελώς τυχαία, όταν μου χάρισε ο πρώτος μου άντρας μια γραφομηχανή. Και αισθάνθηκα, πράγμα που ίσως είναι μια ψευδαίσθηση, ότι, επειδή το γράψιμο ενός μυθιστορήματος κρατάει πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι ενός ποιήματος, θα μπορούσε να με προστατεύσει για μεγαλύτερο διάστημα. Να δώσει σχήμα καισκοπό στη ζωή μου».

– Η συγγραφή είναι επάγγελμα; «Κανονικά θα έπρεπε να μπορεί κανείς να ζει από αυτήν».

– Εσείς ζείτε από τα βιβλία σας; «Οχι, νομίζω ότι πολύ λίγοι συγγραφείς στην Ελλάδα μπορούν να ζήσουν από τα βιβλία τους».

– Χρειάζεται πειθαρχία το γράψιμο;

«Εγώ χρειάζομαι πειθαρχία. Ξεκινώ να γράφω γύρω στις τέσσερις το πρωί και κοιμάμαι λίγο. Ολα τα βιβλία μου έχουν γραφτεί πολλές φορές, αλλά το σημαντικό είναι αυτή η δουλειά που υπάρχει από πίσω να μη φαίνεται και στο τελικό αποτέλεσμα να μην υπάρχει επιτήδευση».

– Υπάρχουν πολλές μουσικές αναφορές στα έργα σας.Ακούτε μουσική όταν γράφετε;

«Ναι, αλλά λειτουργεί σαν ήχος σιωπής, σαν ένα τείχος που με προστατεύει από τους θορύβους».

– Στο τέλος του βιβλίου ευχαριστείτε πολλούς που σας φιλοξένησαν όσο το γράφατε.Φαίνεται ότι είστε σε διαρκή μετακίνηση,ειδικά όταν γράφετε.Είναι ανάγκη αυτό;

«Εγινε ανάγκη. Αφενός είναι πολύ δύσκολο στην Αθήνα, στο σπίτι μου, να είμαι απερίσπαστη. Αφετέρου, μου αρέσει πολύ να φεύγω, να μένω σε ξενοδοχεία, σε ξένα σπίτια. Είναι πάντα σαν μια καινούργια αρχή».

– Διαβάζουν οι Ελληνες; «Οι γυναίκες περισσότερο. Παντού οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο».

– Εχετε κάποιο κοινό που διαπιστώνετε ότι σας παρακολουθεί συστηματικά; «Ναι, αλλά και νεότερους που με ανακαλύπτουν διαβάζοντας κάποιο βιβλίο μου και μου γράφουν. Δεν έχω μπλογκ ή κάτι τέτοιο».

– Ποια είναι η σχέση σας με το Ιnternet; Είστε στο Facebook ή σε άλλους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης;

«Το Ιnternet το χρησιμοποιώ για email, για μεταφράσεις κτλ. Στο Facebook δεν είμαι. Δεν μου πάει αυτή η αδιάκοπη επικοινωνία, το αράδιασμα φίλων και γνωστών όπου όποιος έχει περισσότερους είναι καλύτερος. Σαν να είμαστε σε ένα συνεχές πάρτι, πάρτι όμως δεν υπάρχει. Και από την άλλη, τρώει πολύ χρόνο, μπαίνεις σε μια μαύρη τρύπα και δεν ξεκολλάς».

– Ποια ήταν η πιο συγκινητική κουβέντα που σας έχει πει κάποιος αναγνώστης;

«Μακάρι να μπορούσα να σου πάρω ένα ταξί».