Υπάρχουν αστικοί μύθοι. «Ο Ωνάσης έβαζε παντού πόμολα από μασίφ χρυσάφι». «Η ελληνική δεν έγινε παγκόσμια επίσημη γλώσσα για μία ψήφο». «Το μισό Κολωνάκι ανήκει στην Εκκλησία». Ο αστικός μύθος διαδίδεται από στόμα σε στόμα, όχι από ιδία γνώση αλλά επειδή ο αφηγητής του, κάπου, κάποτε, τον άκουσε από φίλο. Εννοείται ότι τέτοιες ιστορίες δεν αμφισβητούνται, δηλαδή δεν σπεύδει ο ακροατής να ρωτήσει «μπορείς να μου δείξεις ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι που να ανήκει στην Αρχιεπισκοπή;», ίσως γιατί η απάντηση είναι εξίσου γνωστή: «Ολόκληρη η Σκουφά». Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά: η εκκλησιαστική και μοναστική περιουσία ίσως να μην έχει τις θρυλικές διαστάσεις με τις οποίες περιγράφεται. Οχι ότι μιλάμε για τίποτε φτωχαδάκια, αλλά μάλλον τα παραλέμε. Αν δεν γίνει καταγραφή, αν δηλαδή δεν κατατεθεί Ε9, δεν ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος θέλει «να ξετυλιχθεί το παραμύθι, ο μύθος της μεγάλης εκκλησιαστικής περιουσίας». Αυτό είναι στο χέρι του. Εφόσον το αποφασίσει, μπορεί να παρουσιάσει συνολικά τις πολυκατοικίες και τα οικοπεδάκια. Να δώσει λογαριασμό στον λαό του. Μπορεί επίσης να φτιάξει έναν κατάλογο με τα ακίνητα που έχουν παραχωρηθεί στο κράτος άνευ ανταλλάγματος.

Εδώ αφήνουμε τους αστικούς μύθους και πιάνουμε τα ιστορικά γεγονότα. Υπάρχουν συμβολαιογραφικές πράξεις που αποδεικνύουν τη δωρεά οικοπέδων. Να πιάσουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα, τη Μονή Πετράκη, για να παραμείνουμε στην περιοχή του Κολωνακίου. Να θυμίσουμε ότι όταν χτίστηκε η μονή, κάπου τον 15ο αιώνα, απ΄ έξω κυκλοφορούσαν μόνο αλεπούδες. Η γη της έγινε «φιλέτο» πριν από μισόν αιώνα, εν τούτοις η μονή αντί να πουλά κομμάτια, τα χάριζε για κοινωφελείς σκοπούς. Τι χτίστηκε, ερανιστικά: τα νοσοκομεία «Ευαγγελισμός», Αρεταίειον, ΝΙΜΤΣ, «Σωτηρία».

Πιο πάνω η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, πιο κάτω η Εθνική Πινακοθήκη. Τα διάφορα αλσύλλια της περιοχής, όπως και το πάρκο Βενιζέλου, έχουν την ίδια προέλευση. Ας μην τα πολυλογούμε, την σήμερον η Μονή Πετράκη δεν έχει ούτε παρτέρι για να φυτέψει ντομάτες.

Αντεπιχείρημα: τα μοναστήρια και η Εκκλησία απέκτησαν τις περιουσίες τους με αμφισβητούμενα χρυσόβουλλα επί Τουρκοκρατίας. Η γη τους ανήκει στους Ελληνες.

Επειδή είναι αδύνατον να βάλουμε στη ζυγαριά τι κέρδισε κάθε πλευρά από τον εναγκαλισμό, ας αποδεχτούμε ότι από εφέτος η Εκκλησία και το Κράτος βγάζουν το διαζύγιό τους. Σημείο μηδέν, χωρίς χρέη, χωρίς ευγνωμοσύνη, χωρίς γκρίνιες.

Είναι σωστό να φορολογηθεί η Εκκλησία με όρους επιχείρησης; Δεν μπορεί να λογίζεται ως επιχείρηση, εκτός αν με τη σειρά της πάρει αποφάσεις. Μπορεί να χρεώνει το συσσίτιο στους απόρους με μισό ευρώ. Μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τα ορφανά που μεγάλωσαν στα δικά της ιδρύματα. Μπορεί να ζητήσει δωρεάν παροχή υπηρεσιών από τους άπορους φοιτητές που φιλοξένησε. Οποιαδήποτε συζήτηση για τη φορολόγηση της Εκκλησίας πρέπει να λάβει υπόψη αυτή την ευαίσθητη παράμετρο: δεν μιλάμε ούτε για σουπερμάρκετ ούτε για τράπεζα. Ολόκληρες κοινωνικές ομάδες στηρίχτηκαν πάνω της.

Με την Εκκλησία φθάσαμε από τη μία άκρη στην άλλη. Ηταν εντελώς ανεξέλεγκτη, κυρίως επειδή υπήρχαν δυνατά θρησκευτικά συναισθήματα. Τώρα ζητείται να αντιμετωπιστεί ως Ανώνυμη Εταιρεία. Είναι μάλλον ανακριβής και άδικη μια τέτοια προσέγγιση και αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με τον Ναζωραίο ούτε με την πίστη σε ανάσταση νεκρών. Ο Αρχιεπίσκοπος είπε χθες ότι η φορολόγηση «είναι μία παρωνυχίδα μπροστά στο γενικότερο θέμα της συνεργασίας». Προς το παρόν δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσα θα αποφέρει στο κράτος η φορολόγηση με 20%. Θα είναι κάτι παραπάνω από το σημερινό τίποτα. Το ερώτημα είναι από ποιον θα στερήσει αυτά τα χρήματα το υπουργείο Οικονομικών. Ενας αστικός μύθος θέλει την Ιεραρχία να τρώει το χαβιάρι με την κουτάλα. Αν λοιπόν αυτό το 20% φορολόγησης περιορίσει την τρυφηλότητα, έχει καλώς. Αν όμως περιορίσει το φιλανθρωπικό έργο, θα έχουμε πρόβλημα.